#InstaStories 3, ιστορίες που γράφουμε μαζί

Ο Πιέρ άνοιξε τα μάτια του. Μια ακτίνα φωτός έπεσε στο πρόσωπο του κάνοντας τον να ξυπνήσει βίαια. Αφουγκράστηκε το περιβάλλον γύρω του και αναστέναξε. Ησυχία. Απόλυτη ησυχία. Έτσι είναι το σπίτι του τα τελευταία τέσσερα χρόνια της καραντίνας. Έτσι είναι η ζωή των κατοίκων της Λαριόν. Έτσι…

Ο Πιέρ σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Ακούμπησε τις γυμνές πατούσες του στο παγωμένο πάτωμα. Τις άφησε εκεί για λίγα δευτερόλεπτα. Για αυτόν ήταν αναζωογονητικό. Ήταν ένας τρόπος να του υπενθυμίζει ότι υπάρχει ζωή. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Έβρεξε το πρόσωπο του, και το έτριψε με μανία. Κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέπτη. Οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια του ήταν εμφανείς, σε αντίθεση με αυτές γύρω από τα χείλη του. Γιατί άλλωστε; Ούτε που θυμάται πότε ήταν η τελευταία φορά που χαμογέλασε…





Σύρθηκε με αργά βήματα στο μικρό του σαλόνι. Το ανοικτό παράθυρο ήταν η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο.  Ήταν ο μόνος τρόπος να του θυμίζει τη μοναξιά του. Στάθηκε στην άκρη του τζαμιού. Απέναντι, η οικογένεια των τεσσάρων ατόμων έτρωγε πρωινό.  Στον επάνω όροφο η νεαρή κοπέλα έπαιζε με το σκύλο της ακούγοντας μουσική. Στη διπλανή πολυκατοικία ένα ζευγάρι καυγάδιζε. Οι γείτονες του, που τους παρατηρούσε καθημερινά να αλλάζουν, να μεγαλώνουν να είναι ζωντανοί. Και ο Πιέρ να στέκεται εκεί στα κρυφά και να τους κλέβει λίγες στιγμές από την καθημερινότητα τους. Και τότε τη σκέφτηκε… Η Άννα Λίζ. Θα μπορούσε άραγε να είναι τώρα με την Άννα Λίζ σε αυτό το μικρό διαμέρισμα της οδού Κατόν και να καυγάδιζαν; Θα μπορούσαν αν είναι σε ένα πιο μεγάλο διαμέρισμα, και, γιατί όχι, να είχαν δύο παιδιά; Ή ένα σκύλο; Θα μπορούσε ποτέ να την ξαναδεί;

‘’Παρακαλώ πολύ απομακρυνθείτε από τα παράθυρα. Οι παραβάτες διώκονται ποινικά’’.

Η φωνή από το drone που πετούσε στον ουρανό τον ξύπνησε. Έκανε πίσω και κάθισε στον καναπέ. Απαγορεύεται η επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Και ο Πιέρ έσπαγε συχνά αυτόν τον κανόνα με τον δικό του τρόπο.  Ήξερε τα πάντα για τους γείτονες του. Μα αυτοί δεν ήξερα τίποτε για αυτόν. Δεν ήξεραν ποιος είναι. Δεν ήξεραν τι είχε κάνει.

Μπιπ, μπιπ.

Το μεγάλο κόκκινο κουτί, έβγαλε τον τέταρτο ήχο. Αν δεν το άνοιγε μέχρι τον πέμπτο θα αυτοκαταστρεφόταν. Η κυβέρνηση της Λαριόν έστελνε μια φορά το μήνα στους κατοίκους της ένα κουτί. Και πέντε ευκαιρίες να το ανοίξουν. Με γράμματα, φωτογραφίες, και ό,τι ήθελε να στείλει κάποιος για να επικοινωνήσει με κάποιον που βρίσκεται μακριά. Όμως η κυβέρνηση τα έλεγχε όλα. Και αυτόν τον φόβιζε. Δεν είχε ανοίξει κανένα κουτί. Έτρεμε στη σκέψη ότι μπορεί να του έστηναν κάποια παγίδα. Ήταν σίγουρος πως ήξεραν. Από την άλλη, έπνιγε όλα του τα συναισθήματα. Γιατί και πάλι φοβόταν. Φοβόταν ότι μέσα στο κουτί θα βρισκόταν και  κάποιο γράμμα ή κάποια φωτογραφία της Άννα Λίζ. Δεν ήθελε να την μπλέξει. Δεν ήθελε να τη βάλει στη φυλακή. Δεν ήξερε.
Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Άφησε τη βρύση να τρέξει για λίγα δευτερόλεπτα και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Άκουσε γέλια… Από το διπλανό διαμέρισμα. Γέλια… Θα μπορούσε ποτέ να γελάσει ξανά; Είναι κάτι που μπορείς να το ξεχάσεις; Ή είναι σαν το ποδήλατο και αυτό; αναρωτήθηκε. Πίνοντας αργά το νερό, κάτι σκίρτησε μέσα του. Κάτι τον έκανε να νιώσει αλλιώς. Και λίγο πριν να βάλει το ποτήρι στο νεροχύτη, αποφάσισε. ‘’Σήμερα θα ανοίξω το κουτί’’.

Πήγε τρέχοντας στο σαλόνι. Έκατσε πάνω από το κουτί. Δίστασε για λίγο. Αλλά είχε τόσο ανάγκη να νιώσει ζωντανός. Ήθελε να μάθει αν θα μπορούσε να χαμογελάσει ξανά. Αν η Άννα Λιζ τον θυμόταν. Αν είναι καλά… Στη φυλακή… Τι διαφορά έχει η ζωή του από εκείνης; Και εκείνος φυλακισμένος είναι, σε τέσσερις τοίχους. Χωρίς επικοινωνία με κανέναν. Και με κάτι χειρότερο. Με τύψεις. Με ένα βάρος που όμοιό του δεν υπήρχε… Και αν μπορούσε να απαλλαγεί; Θα άλλαζε κάτι;

Πήρε μια βαθιά ανάσα και με τα δύο του χέρια έπιασε το καπάκι του κουτιού.  Το σήκωσε και το έβαλε στην άκρη, κλείνοντας τα μάτια του.

‘’Το νούμερο 65.201 άνοιξε το κουτί του Μαρτίου. Απενεργοποίηση συστήματος’’ ακούστηκε η φωνή που το συντρόφευε κάθε μήνα. Μόνο που αυτή τη φορά δεν κατέστρεψε το περιεχόμενο του κουτιού.

Άνοιξε πρώτα το ένα μάτι, σφίγγοντας περισσότερο το άλλο. Πάνω πάνω μια φωτογραφία. Η Άννα Λίζ. Άνοιξε αμέσως και το άλλο του μάτι και έπιασε λαίμαργα τη φωτογραφία. Είχε αλλάξει. Αλλά έμοιαζε και ίδια. Χαίδεψε με την άκρη του δαχτύλου της το κρανίο της. Οι προδότες της πατρίδας πριν φυλακιστούν κουρεύονται γουλί, για να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους εγκληματίες. Μα αυτό δεν άλλαζε κάτι. Είχε τα ίδια μάτια, τα ίδια χείλη… Σχεδόν κόντεψε να χαμογελάσει κοιτάζοντας της. Άφησε άτσαλα τη φωτογραφία στην άκρη, και έπιασε το επόμενο αντικείμενο. Ένα γράμμα από τις φυλακές της Λαριόν. Το άνοιξε όπως όπως.

Αγαπημένε μου Πιέρ.

Σε σκέφτομαι συνέχεια. Ξέρω πως επειδή θεωρούμαι εγκληματίας, δε μπορώ να λάβω νέα σου. Μα ελπίζω πως είσαι καλά. Είμαι σίγουρη πως είσαι καλά. Θα σου το γράφω συνέχεια. Είμαι αθώα. Σε παρακαλώ πίστεψε  με. Σε παρακαλώ. Δεν ήξερα τίποτα. Στο ορκίζομαι. Μάταιο να το λέω, γιατί δεν θα αλλάξει κάτι. Απλά θέλω να το πιστέψεις και εσύ. Εκείνη τη βραδιά στο εργαστήριο που με συνέλαβαν τρόμαξα, φοβήθηκα. Αλλά δεν ήξερα τίποτα. Δεν πρόδωσα εγώ τη Λαριόν. Δεν πούλησα εγώ τον ιό και το εμβόλιο στην Κακτούν. Ξέρεις πως αφιέρωσα όλη μου την καριέρα για την παρασκευή αυτού του εμβολίου. Κάποιος άλλος το πούλησε στο αντίπαλο κράτος. Κάποιος που ήξερε ότι είχαμε στα χέρια μας αυτό το εμβόλιο. Κάποιος από μέσα. Όχι εγώ. Πίστεψε με. Βοήθησε με…

Ελπίζω το γράμμα να φτάσει στα χέρια σου και να μην το καταστρέψουν.

Δική σου,

Άννα Λιζ

Ο Πιέρ άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Για μια ακόμη φορά. Όπως κάθε βράδυ. Μόνο που τώρα πονούσε κιόλας. Ένιωθε δειλός και προδότης.

''Άννα Λιζ, φοβάμαι να το πω και στον ίδιο μου τον εαυτό. Εγώ είμαι αυτός που έδωσε τον ιό και το  εμβόλιο στην Κακτούν. Μου έδωσαν πολλά χρήματα. Αλλά δεν ήξερα κάτι. Δεν ήξερα πως θα διέρρεαν τον ιό στη χώρα μας για να μας καταστρέψουν, ούτε πως  θα μας έκλειναν τα σύνορα, και θα μας απομόνωναν. Δεν ήξερα πως θα γινόταν τόσο κακό. Δεν ήξερα ότι θα έμπαινες φυλακή. Εγώ απλά τον ιό και το εμβόλιο πούλησα. Μου έδωσα χρήματα. Πολλά χρήματα. Μαζί θα τα χαλούσαμε. Θα παίρναμε ένα σπίτι στην ακτή του Κόστα Λαπέρ. Θα κάναμε παιδιά. Θα ήμασταν μαζί… Δε θα μας έλειπε τίποτα.  Εγώ φταίω… Εγώ φταίω για όλα…''

Μέσα στους λυγμούς του κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε, με τη φωτογραφία της Άννα Λιζ στο χέρι. Είχε ανήσυχο ύπνο ως συνήθως. Και κάποια στιγμή είδε τη μητέρα του να τον κοιτάζει βουρκωμένη. Ξύπνησε απότομα. Κοίταξε τριγύρω. Το κουτί. Η φωτογραφία και το γράμμα της Άννα Λιζ. Μάζεψε το γόνατα του και κούρνιασε σαν μικρό παιδί. Θυμήθηκε τη μητέρα του, την πρώτη ημέρα που της ανακοίνωσε ότι έπιασε δουλειά στην Κρατική Υπηρεσία Υγείας  της Λαριόν.

‘’Γιε μου Πιέρ. Με κάνεις τόσο υπερήφανη. Θα γίνεις πολύ σπουδαίος. Θα φτάσεις πολύ ψηλά. Πάντα καμάρωνα για εσένα, αλλά τώρα ακόμα περισσότερο. Ελπίζω να μην με ξεχάσεις ποτέ. Να μην ξεχάσεις από πού ξεκίνησες. Και να αφιερώσεις όλο το ερευνητικό σου έργο υπέρ του κοινού καλού. Και κάποια μέρα, όλοι θα μιλάνε για εσένα! Και για την προσφορά σου!’’

Ο Πιέρ άρχισε να κλαίει και να γελάει δυνατά. Ειρωνεία. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που μίλησε με την μητέρα του. Όχι μόνο ξέχασε από πού ξεκίνησε, ξέχασε και τα λόγια της. Ντρεπόταν που έμενε σε αυτό το σπίτι, ντρεπόταν που πήγαινε με τα ίδια ρούχα στη δουλεία, ντρεπόταν που τον καλούσαν για δείπνο σε ακριβά εστιατόρια στα οποία δεν πήγαινε γιατί δε μπορούσε να πληρώσει. Ντρεπόταν… Και τώρα ντρεπόταν για τον ίδιο του τον εαυτό. Υπήρξαν άνθρωποι που πίστεψαν σε αυτόν. Που τον υποστήριξαν. Η Αννα Λιζ που τον έβλεπε κάθε πρωί στο ασανσέρ και του χαμογελούσε δειλά. Ο υποδιευθυντής του τμήματος, οι φοιτητές που παρακολουθούσαν τα εργαστήρια του. Η μητέρα του. Και αυτός για τα χρήματα πρόδωσε τόσους ανθρώπους. Πρόδωσε ένα κράτος… Πρόδωσε τον εαυτό του…

Κοίταξε τριγύρω του. Ζωή ήταν αυτή; Τέσσερις τοίχοι και λίγα παράθυρα. Και μοναξιά. Τι διαφορά θα είχε η φυλακή; Ίσα ίσα θα τον απάλλασσε και από όλο το βάρος. Είχε κρατήσει αντίγραφα της συμφωνίας με την Κακτούν. Ίσως η Άννα Λιζ να ελευθερωνόταν. Είχε και τα χρήματα. Θα τα έδινε όλα… Ίσως έτσι να μπορούσε να κατασκευαστεί ξανά το εμβόλιο του φονικού ιού που η Κακτούν είχε σπείρει. Δύσκολο γιατί δεν υπήρχαν οι πόροι. Αλλά η Άννα Λιζ  ήταν εξαιρετική επιστήμονας. Θα το κατάφερνε ξανά… Θα μπορούσε να προσπαθήσει… Θα μιλούσε. Το αποφάσισε.

Έτρεξε στο δωμάτιο του και βρήκε όλα τα χαρτιά. Ντύθηκε, φόρεσε παπούτσια μετά από τέσσερα χρόνια, και κάθισε για μια τελευταία φορά στο σαλόνι.

Λίγο πριν σηκωθεί, ακούστηκε ένας θόρυβος στο τζάμι. Κοίταξε με την άκρη του ματιού του. Ένα περιστέρι. Καιρό είχε να δει. Το περιστέρι στεκόταν στο παράθυρο του και έκανε θόρυβο με το ράμφος του.  Τότε το είδε. Στο πόδι του είχε δεμένο ένα σημείωμα. Έτρεξε στο τζάμι, κοίταξε προσεκτικά μήπως περνούσε κανένα drone, και με γρήγορες κινήσεις το άσνοιξε. Άρπαξε με τρεμάμενα χέρια το χαρτί, έκλεισε γρήγορα το τζάμι και το περιστέρι εξαφανίστηκε σε λίγα δευτερόλεπτα. Το άνοιξε.

‘’Είναι παγίδα. Πρόσεξε… Το γράμμα από τις φυλακές δεν είναι αληθινό. Μη μιλήσεις. Περίμενε το επόμενο μου μήνυμα. ’’


----

Συνεχίζεται...

---

Η ιστορία αυτή δημοσιεύτηκε στα πλαίσια του #InstaStories και διαμορφώθηκε ανάλογα με τις ψήφους των δημοσκοπήσεων. Σύντομα θα έρθει και το δεύτερο μέρος, οπότε συντονιστείτε στον λογαριασμό του instagram ΕΔΩ

---

Διαβάστε και τα υπόλοιπα #Instastories:


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου