#InstaStories 2 - Halloween Edition


"Ο μύθος λέει πως από τότε, το φάντασμα της Ανν-Μαρί, ανήμερα της γιορτής του Halloween, τριγυρνάει στους διαδρόμους του σχολείου, ζητώντας εκδίκηση..."


Στο αμφιθέατρο ξέσπασαν τα γνωστά χειροκροτήματα, καθώς και κάποια επιφωνήματα επιδοκιμασίας.

-Κάθε χρόνο τα ίδια...Βαρέθηκα..., είπε η Κριστίν, κάνοντας μια μεγάλη ροζ φούσκα με την τσίχλα της.

-Το σιχαίνομαι το Halloween. Εάν έλειπαν όλα αυτά τα δήθεν τρομακτικά, ίσως και να το διασκέδαζα περισσότερο.

-Ξέρω, ξέρω Τομ... Εσύ τρως τόσες σοκολάτες μέσα στο χρόνο χωρίς καν να μασκαρεύεσαι!

-Αφού ξέρεις ότι το σιχαίνομαι...

Η Κριστίν κοίταξε τον Τομ ικετευτικά.

-Σου είπα δεν θέλω...

-Πλιζ...

-Μα,

-Μα όλοι θα ειναι εκεί...Σε παρακαλώ... Πώς θα πάω έτσι μόνη και ασυνόδευτη; Σε παρακαλώ; Το σημερινό party θα είναι το super event της χρονιάς! Δε θέλω να λείψω...

-Ναι μη λέιψεις. Μπορείς να πας με τα κορίτσια...

-Ησυχία παρακαλώ.  Η φωνή του διευθυντή ακούστηκε από το μικρόφωνο. Όπως ξέρετε, η σημερινή ημέρα είναι αρκετά σημαντική. Θα σας παρακαλούσα λοιπόν το βράδυ να είστε κόσμιοι, και να μην πιείτε πολύ. Επίσης, εκτός από το χώρο του σχολείου που θα είναι ανοικτός κατά τη διάρκεια της νύχτας, θα είναι ανοικτή και η βιβλιοθήκη στο απέναντι κτίριο. Τα υπόλοιπα θα σας τα πουν και οι καθηγητές σας. Επιστρέψτε σιγά σιγά στις αίθουσες σας, και τα λέμε το βράδυ.




Οι μαθητές σηκώθηκαν βαριεστημένοι από τις θέσεις τους και με αργές κινήσεις πήγαν προς την έξοδο μιλώντας μεταξύ τους. Όλοι, εκτός από τον Τομ και την Κριστίν.

Ο Τομ πήγε να πιάσει την Κριστίν από τον ώμο, και εκείνη στάυρωσε χέρια της. Ήξερε πως στο τέλος θα υποχωρούσε. Αλλά ήθελε να δώσει και μια ευκαιρία.

-Ίσως αμα έρθω και δεν μασκαρευτώ;

Η Κριστίν συνέχισε να προχωράει με τα χέρια σταυρωμένα.

Ο Τομ έβγαλε από την τσέπη του δυο σοκολατάκια.

-Θέλεις;

-Όχι.

Άνοιξε το ένα, και το κατάπιε σχεδόν αμάσητο.

-Ξέρεις κάτι; είπε η Κριστίν καθώς στεκόταν στην πόρτα της αίθουσας. Θα ήθελα πολύ να μου κάνεις μα φορά το χατίρι, χωρίς καν να το συζητούμε. Είναι τόσο δύσκολο;

-Κριστίν , ξέρεις πολύ καλά, πως πάντα γίνεται το δικό σου. Φταίει η μητέρα σου που σου έκανε πάντα όλα τα χατίρια, και αμα δεν σου τα κάνουμε και εμείς κάνεις σαν μικρό μωρό...

Η Κριστίν άνοιξε έκπληκτη το στόμα.

-Συγγνώμη δεν...

-Δεσποινίς, Νεαρέ, περάστε παρακαλώ στις θέσεις σας. Η φωνή του καθηγητή Ρόμπερτ τους διέκοψε.

Οι μαθητές τακτοποιήθηκαν στις θέσεις τους. Ο καθηγητής Ρόμπερτ άφησε τον χαρτοφύλακά του στην έδρα, έβγαλε τα γυαλιά από την τσέπη του, τα σκούπισε με τη γραβάτα του, και τα φόρεσε. Σταύρωσε τα χέρια του και κοιταξε τους μαθητές τους.

-Νικ, άνοιξε τον προτζέκτορα σε παρακαλώ, είπε και ξερόβηξε.

Ο Νικ, που κάθεται πάντα στο πρώτο θρανίο, πάτησε το κουμπί του προτζέκτορα. Εμφάνιστηκε μια φωτογραφία του λυκείου του Μπέλμορ, πριν από είκοσι χρόνια. Μια φωτογραφία και μια ιστορία που οι μαθητές του σχολείου ακούγανε κάθε μα κάθε χρόνο!

- Όλα ξεκίνησαν πριν από 20 χρόνια. Ο καθηγητής Ρόμπερτ ξεκίνησε την αφήγηση του. Το βράδυ της νύχτας του Halloween, 31 Οκτωβρίου 1965. Εκείνη τη βραδιά το σχολείο μας έκανε το καθιερωμένο πάρτυ. Μασκαρεμένοι μαθητές, κρυφά ποτά, μουσική, γέλια. Λίγο μετά τις 12 το βράδυ όμως, συνέβη ένα γεγονός που στιγμάτισε τόσο το σχολείο μας, όσο και την κοινωνία μας. Και ανέτρεψε τα πάντα.

Η τότε 16χρονη μαθήτρια του σχολείου μας, η Ανν Μαρί Χάντσον έδωσε τέλος στη ζωή της πέφτοντας από την ταράτσα του σχολείου. Η Ανν Μαρί, που έπεσε θύμα ενός ...ενός... Ο καθηγητής Ρόμπερτ σταμάτησε για λίγο την αφήγηση του. Ενός τέρατος.

Άλλαξε τη φωτογραφία στον προτζέκτορα και εμφανίστηκε η φωτογραφία ενός μελαχρινού νεαρού.

Το τέρας αυτό είχε όνομα. Τζέισον Μπαρκς. Ο τότε 25χρονος καθηγητής καλλιτεχνικών, που οι μαθητές λάτρευαν, πίσω από τη μάσκα του έκρυβε ένα τέρας. Βίασε και άφησε έγκυο την 16χρονη μαθήτρια. Τα έγραψε όλα στο γράμμα που βρέθηκε στην τσέπη της. Ο Μπαρκς τα αρνήθηκε όλα. Και τότε, η Σάρα Μπέλφαστ, κόρη του τότε διευθυντή του σχολείου βρήκε το θάρρος και ομολόγησε και αυτή, πως έπεσε θύμα του καθηγητή. 

Ο καθηγητής άλλαξε φωτογραφία και εμφανίστηκε η εικόνα μιας όμορφης νεαρής με φακίδες και πορτοκαλί πλεξούδες.

Η Ανν Μαρί Χάντσον, ήταν μια γλυκιά και ήσυχη κοπέλα. Την είχα και τότε μαθήτρια. Πάντα διαβασμένη, περνούσε τα απόγευματά της στη βιβλιοθήκη. Ήθελε να γίνει δικηγόρος. Δεν τα κατάφερε. 

Η φίλη της, Σάρα Μπέλφαστ, πήρε όλο το θάρρος και ομολόγησε και αυτή τις αποτρόπαιες πράξεις του καθηγητή. Ο πατέρας της, μετά τη σύλληψη αυτού του τέρατος παραιτήθηκε. Πήρε την κόρη του και άλλαξαν σχολείο. Έγινε μεγάλος ντόρος. Δημοσιογράφοι, φωτογραφόι, ρεπορτάζ. Το σχολείο δεν ήταν ποτέ ξανά το ίδιο.Δεν έγινε άλλη γιορτή από τότε. 

Ο καθηγητής Ρόμπερτ κοίταξε τους μαθητές του, που αν και στην αρχή ήταν βαριεστημένοι, είχαν αποροφηθεί από την αφήγηση του καθηγητή τους. Για να σπάσει τα βαρύ κλίμα συνέχισε.

Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, αφήνουμε αυτήν την ιστορία στο παρελθόν.Και κοιτάμε μπροστά. Σήμερα το σχολείο μας θα γιορτάσει ξανά το Halloween, πάντοτε φυσικά με τον σεβασμό στα πρόσωπα της ιστορίας αυτής που πέρασαν φρικτά.


-Κύριε Ρόμπερτ; αναφώνησε η Τάιρα. Υπήρξε κάποια άλλη μαθήτρια που να ομολόγησε πώς έπεσε θύμα του καθηγητή;

-Επίσημα όχι. Μα στους διαδρόμους του σχολείου ακούγονταν πολλά. Σαν το μύθο, ξέρετε...

"Ο μύθος λέει πως από τότε, το φάντασμα της Ανν-Μαρί, ανήμερα της γιορτής του Halloween, τριγυρνάει στους διαδρόμους του σχολείου, ζητώντας εκδίκηση..."

αναφώνησαν με ένα στόμα καθηγητής και μαθητές. Το κουδούνι χτύπησε, και οι περισσότεροι μαθητές έγιναν ήδη καπνός. Ο καθηγητήςμε αργές κινήσεις έφτιαχνε τα πράγματα του ενώ η Κριστίν καθόταν στην καρέκλα της χωρίς να κάνει τίποτε. Ο Τομ την κοίταξε. Έβγαλε από την τσέπη του ακόμη ένα σοκολατάκι, και το κατάπιε λίγο πιο αργά αυτή τη φορά. Φάινεται πως η γλύκα του τον βοήθησε να μαλακώσει. Πλησίασε την Κριστίν, και έκατσε στην μπορστινή της θέση. Εκείνη γύρισε πλευρό.

-Θα έρθω...

Σιωπή. Ο καθηγητής έφυγε, και ξερόβηξε κλέινοντας την πόρτα. Η Κριστίν σκούπισε ένα δάκρυ με το μανίκι της.

-Συγγνώμη. Δεν φέρθηκα σωστά. Προσπάθησα να σου εξηγήσω πως δεν θέλω να έρθω. Για εσένα μπορεί να μην είναι σημαντικό, όμως με νευρίασες και για αυτό είπα αυτό που είπα για την μητέρα σου, ξέρεις πως δεν το εννο...

-Τη μητέρα μου να μην την ξαναπιάσεις στο στόμα σου.

-Συγγνώμη... είπε ο Τομ κατεβάζοντας το κεφάλι.

-Εύκολο να το λες, εσύ έχεις και τους δύο σου γονείς, δεν ξέρεις.

Ο Τομ δεν μίλησε.

-Συγγνώμη... Θα έρθω στο πάρτυ σου είπα, τώρα θα με συγχωρέσεις;

Η Κριστίν έκατσε για λίγα δευτερόλεπτα ακίνητη, κοιτώντας στο κενό, σύντομα όμως μαλάκωσε, χαμογέλασε και φίλησε τον Τομ στο μαγουλο.

-Θα τα πούμε το βράδυ!

-Ναι, θα τα πούμε το βράδυ, είπε ο Τομ χαμογελώντας πικρά.

-------------------------------------------------------------------------

Η μουσική ακουγόταν από τρια τετράγωνα. Κόσμος περνούσε φωνάζοντας Trick or Treat, γελώντας και τραγουδώντας τις νέες επιτυχίες των Modern Talking. Όλοι εκτός από την Κριστίν και τον Τομ.

-Μα τώρα τι σε πειράζει που δεν ντύθηκα;

-Αλήθεια τώρα; Πάμε σε Halloween party, και έρχεσαι με τη φόρμα ; Εγώ μόνη μου θα κυκλοφορώ έτσι, ντυμένη Κοκκινοσκουφίτσα;

-Κριστίν, σου είπα ότι θα έρθω, δεν σου είπα πως θα ντυθώ κιόλας. Ξέρεις κάτι, ώρες ώρες δεν σε καταλαβαίνω. Άφησε με και εμένα μια φορά να κάνω αυτό που θέλω...

Προχώρησαν για λίγο ακόμη νευριασμένοι, όταν έφτασαν στην πύλη του σχολείου. Εκατοντάδες άτομα, μέχρι και δημοσιογράφοι από τα τοπικά περιοδικά και κανάλια είχαν μαζευτεί στο μεγάλο πάρτυ του σχολείου.

Η Κριστίν κοίταξε τον Τομ, πιάστηκαν από το χέρι και μπήκαν μέσα στον χώρο του σχολείου. Χόρεψαν για λίγο, ήπιαν ένα ποτό, και έπειτα η Κριστίν βρήκε τις φίλες της.

-Καλά είδες την Κορίνα; Φοράει την ίδια στολή με σένα... είπε φωνάζοντας η Σάρλυ.

Η Κριστίν μούτρωσε περισσότερο. Ο Τομ ένιωθε τελείως έξω από τα νερά του. Δεν του άρεσε η μουσική, δεν του άρεσαν τα πάρτυ, ούτε ο κόσμος ούτε και η φασαρία. Ώρες ώρες αναρωτιόταν αν του άρεσε και η Κριστίν.

Πήγε στο μπαρ και έφαγε ένα κομμάτι κέικ με σοκολάτα. Ακούμπησε την πλάτη του πίσω και αναστέναξε. Κοίταξε την Κριστίν που μιλούσε με τις φίλες της. Του άρεσε όταν ήταν γλυκιά. Αλλά τώρα τελευταία είχε ξεχάσει την όψη της όταν χαμογελάει. Του Τομ του άρεσε να περνάει χρόνο μαζί της, και να συζητάνε για τα βιβλία που διάβαζε. Η Κριστίν άκουγε τις αφηγήσεις του Τομ και ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός. Φανταζότανε τον εαυτό της στις ηρωίδες της κλασικής λογοτεχνίας που της περιέγραφε ο Τομ. Να ζει μια ζωή διαφορετική από τη δική της.

Η Κριστίν ήρθε στο Μπέλμορ πριν από 5 χρόνια, μαζί με τη μητέρα της. Μένουν σε ένα μικρό σπιτάκι οι δύο τους, αφού ο πατέρας της δεν ζει, ενώ η μητέρα της, Μπελ, εργάζεται στη βιβλιοθήκη. Εκεί έπιασαν κουβέντα πρώτη φορά, μια μέρα που ο Τομ πήγε να επιστρέψει κάποια βιβλία, και η Κριστίν περίμενε την μητέρα της να σχολάσει. Επιστρέφοντας στο σπίτι ο Τομ δεν μπορούσε να ξεχάσει το χαμόγελο της, ενώ η Μπελ έλεγε συνέχεια στην κόρη της για τον νεαρό που πηγαίνει κάθε μέρα στη βιβλιοθήκη.

Και όμως τώρα ένιωθε τόσο μόνος του. Ένιωθε πως η Κριστίν δεν τον υπολογίζει καθόλου. Τότε ασυναίσθητα ο Τομ κοίταξε απέναντι, και είδε τα φώτα της βιβλιοθήκης αναμμένα. Η Κριστίν τώρα χόρευε και τραγουδούσε με τις φίλες της. Ο Τομ μηχανικά άρπαξε μια χούφτα σοκολατάκια, και βγήκε από το πάρτυ πηγαίνοντας στη βιβλιοθήκη.

Προσπέρασε με δυσκολία το πλήθος του κόσμου που είχε μαζευτεί στο σχολέιο, και έφτασε στη βιβλιοθήκη. Ανέβηκε τις σκάλες, και όταν έφτασε επάνω ηρέμησε. Ανάσανε και γαλήνεψε. Εκεί, ανάμεσα στα βιβλία μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Τον ηρεμούσε τόσο αυτό το μέρος.

Εκεί περνούσε σχεδόν όλα του τα απογεύματα. Λάτρευε τα βιβλία από μικρός. Του άρεσαν οι εικόνες που δημιουργούνταν με το διάβασμα. Και έτσι αποφάσισε να γίνει σκηνοθέτης. Να παίρνει βιβλία και να μετατρέπει τις λέξεις σε εικόνες. Καθόταν και μελετούσε κλασικά βιβλία, αλλά και πιο σύγχρονα. Ήθελε να μεταφέρει τους ήρωες στο σήμερα και να τους κάνει προσιτούς στον κόσμο.

-Τι έγινε Τομ; Έφυγες πάνω στο καλύτερο μέρος του πάρτυ! Δεν περνάς καλά;

Ο Τομ τινάχτηκε.

-Συγγνώμη κυρία Μπελ ήμουν απορροφημένος.

Η Μπελ πλησίασε τον Τομ και τον έπιασε από τον ώμο.

-Λυπάμαι... Όμως μην την παίρνεις και εσύ στα σοβαρά. Η Κριστίν είναι καλό κορίτσι, αλλά έχει περάσει δύσκολα... Μπορεί να έφταιξα και εγώ σε κάτι...

Ο Τομ ένιωσε να κοκκινίζει σαν καυτερή πιπεριά. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως η Κριστίν μετέφερε αυτό που της είπε στην μητέρα της.

-Συγγνώμη, ψέλλισε ο Τομ.

-Μη ζητάς συγγνώμη για τίποτα. Να περνάτε καλά τώρα που είστε νέοι, και να ζήσετε τη ζωή σας όπως αρμόζει στην ηλικία σας! Δε θα σε αφήσω πολύ ώρα εδώ μέσα, να ξέρεις! απάντησε η Μπελ, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη και κλείνοντας του το μάτι.

Ο Τομ χαμογέλασε και προχώρησε στη βιβλιοθήκη. Επάνω από την πόρτα είχαν ανεβασει μια μεγάλη αφίσα της Ανν-Μαρί, όπως έκαναν σε πολλούς χώρους του σχολείου.

Τότε, του ήρθαν τα λόγια του καθηγητή Ρόμπερτ στο μυαλό του.

Η Ανν Μαρί Χάντσον, ήταν μια γλυκιά και ήσυχη κοπέλα. Την είχα και τότε μαθήτρια. Πάντα διαβασμένη, περνούσε τα απόγευματά της στη βιβλιοθήκη. Ήθελε να γίνει δικηγόρος. Δεν τα κατάφερε.

Ο Τομ προχωρούσε ανάμεσα στους διαδρόμους, μην έχοντας συγκεκριμένο σκοπό. Περπατούσε αγγίζοντας τις άκρες των βιβλίων και σκεφτόταν. Το πρόσωπο της Ανν Μαρί τον είχε στοιχειώσει.

Άραγε να ήταν εδώ πριν αυτοκτονήσει; Ήταν μια κοπέλα στην ηλικία μας... Είχε όνειρα, είχε σχέδια.. Μπορεί να καθόμασταν και στην ίδια θέση της βιβλιοθήκης. Τι βιβλία διάβαζε άραγε; 

Σταμάτησε και το βλέμμα του έπεσε επάνω σε ένα χοντρό βιβλίο.

Εισαγωγή στο Αστικό Δίκαιο.

Ήθελε να γίνει δικηγόρος. 

Κοίταξε την αφίσα. Νόμιζε πως η Ανν Μαρί του χαμογέλασε. Ένιωσε να ανατριχιάζει ολόκληρος. Σχεδόν μαγνητισμένος άνοιξε το βιβλίο.

Πόσα χέρια να έχουν αγγίξει αυτό το βιβλίο; Πόσοι άνθρωποι μπορεί να το έχουν διαβάσει; Και κυρίως πώς; Φαίνεται τόσο δύσκολο. 

Ο Τομ ξεφύλλιζε τον χοντρό τόμο χαμένος στις σκέψεις τους. Ο τόμος περιλάμβανε κάποιους βασικούς κανόνες μαζί με παραδέιγματα. Όμως κάτι μέσα στις σελίδες του, του κέντρισε την προσοχή. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Μια λέξη από ένα παράδειγμα εφαρμογής κάποιου νόμου ήταν κάποτε κυκλωμένη. Βοήθεια. 

Ο Τομ χαμογέλασε! Ήξερε πως αυτό ήταν παράπτωμα, και οποιοσδήποτε ήθελε να ασχοληθεί με την νομική, σίγουρα θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνος για να σημειώνει τα βιβλία της βιβλιοθήκης!

Τότε όμως είδε και κάτι άλλο. Δίπλα από τη λέξη βοήθεια, αχνοφαινόταν ένας αριθμός. 35 ή 36. Άλλο πάλι και τούτο! Σκέφτηκε μήπως κάποτε επιτρεπόταν στους μαθητές να γράφουν στα βιβλία! Αλλά από την άλλη, ήξερε πως αυτό είναι αδύνατον!

Εκτός εάν ήταν κάποιος μυστικός κώδικας! Όπως στο βιβλίο της Αγκάθα Κρίστι, Η πύλη του πεπρωμένου. Μπα, σκέφτηκε, αποκλείεται. Ποιος θα άφηνε ένα κωδικοποιημένο μήνυμα μέσα στο αστικό δίκαιο; Αλλά και πάλι, εάν το άφηνε τι να σήμαινε;

Σκέφτηκε να πάει στις σελίδες 35 ή 36. Πολύ απλό βέβαια, όποιος το σκεφτόταν δεν θα διέθετε ιδιαίτερη φαντασία. Γέλασε και έκλεισε το βιβλίο. Το έβαλε πίσω, και συνέχισε τη βόλτα του στη βιβλιοθήκη.

 Από το τζάμι, οι μαθητές μαζί με εξωσχολικό κόσμο ξεφάντωναν δίχως αύριο. Το πάρτυ ήταν αναμφίβολα επιτυχημένο!

Η Μπέλ προχώρησε μιλώντας στο τηλέφωνο.

-Το βιβλίο με τον κωδικό 145 είναι δανεισμένο , είπε.

Κωδικός 145; Μα, ναι! Τα βιβλία είναι αριθμημένα! Λες να υπάρχει βιβλίο με τον κωδικό 35 ή 36; Να δοκιμάσω να ρωτήσω; Μήπως αυτό να εννοούσε αυτός που κύκλωσε τη λέξη;

Πριν το κάνει επέστρεψε στην προηγούμενη θέση, ψάχνοντας το βιβλίο του Αστικού Δικαίου. Παράξενο... Το βιβλίο δεν ήταν εκεί... Κοίταξε τριγύρω του. Δεν ήταν κανείς στη βιβλιοθήκη.. Μα πότε; Ποιος;

Η Μπελ καθόταν τώρα στη θέση της και τακτοποιούσε κάποια χαρτιά.

-Κυρία Μπελ, θα μπορούσα να έχω ένα βιβλίο;

Η Μπελ τον κοίταξε βγάζοντας τα πρεσβυωπικά γυαλιά της.

-Αλήθεια, προτιμάς να διαβάσεις παρά να πας στο πάρτυ;

-Αλήθεια...

-Ωραία... Ποιο είναι το βιβλίο που θέλεις;

Ο Τομ ξεροκατάπιε.

-Να, βασικά δεν ξέρω. Θα ήθελα να με βοηθήσετε σε κάτι. Άκουσα πριν που είπατε για κάποιους κωδικούς βιβλίων. Στο τηλέφωνο...Θα ήθελα ένα βιβλίο, που δεν ξέρω ακριβώς τον κωδικό του...

-Δηλαδή; Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις...

-Θα ήθελα το βιβλίο με τον κωδικό 35 ή 36... Παρακαλώ.

Η Μπελ ξεφύσηξε.

-35 ή 36... Μάλιστα... Περίμενε εδώ...

Ο Τομ άριχσε να καρδιοχτυπά. Ξανακοίταξε την αφίσα με την Ανν Μαρί. Για κάποιον λόγο άρχισε να φοβάται... Σαν ο μύθος να έπαιρνε σάρκα και οστά... Σαν η Ανν Μαρί να τριγυρνούσε εκεί, στους διαδρόμους της βιβλιοθήκης.

Ο Τομ έφαγε λαίμαργα δυο σοκολατάκια.

Η Μπελ επέστρεψε με δυο πολύ χοντρά βιβλία.

-Περίεργο... Πρώτη φορά μου ζητάνε τα συγκεκριμένα βιβλία! Τι τα θέλεις, αλήθεια;

Ο Τομ κοίταξε τα βιβλία. Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη.

-Για μια εργασία. Ευχαριστώ. Θα πάω λίγο στο καθιστικό να μελετήσω.

-Εντάξει Τομ! Και μετά θα σε παρακαλούσα να πας και στο πάρτυ! Μη μελετάς τόσο!

-Ναι, ναι θα πάω... Ο Τομ έκανε ένα βήμα προς το καθιστικό και ύστερα κοντοστάθηκε.

-Κυρία Μπελ, να ρωτήσω κάτι;

-Ναι παιδί μου, φυσικά, απάντησε εκείνη βάζοντας και πάλι τα γυαλιά της.

-Ποιος ήρθε πριν εδώ;

-Τι εννοείς; ρώτησε απορρημένη η Μπελ.

-Εδώ στη βιβλιοθήκη. Ξέρω πως είναι απόρρητη η πληροφορία, αλλά κάποιος πήρε ένα βιβλίο που μελετούσα, και δεν είδα κανέναν, και απλά είχα απορία.

-Μα, δεν ήρθε κανείς Τομ! Σε αφήνω τώρα γιατί έχω δουλειά, απάντησε ψυχρά σκύβοντας το κεφάλι.

Περίεργο, αναλογίστηκε ο Τομ. Κάθισε στο αναγνωστήριο, και κοίταξε τα βιβλία. Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη... Τι περίεργο...Ανατριχαστικό θα έλεγε κανείς...

Άνοιξε την Παλαιά Διαθήκη. Ξεφύλλισε προσεκτικά τις σελίδες προσπαθώντας να διακρίνει κάποια μικρή ανεπαίσθητη λεπτομέρεια που ο χρόνος δεν είχε πάρει μακριά. Τίποτα.

Έκανε το ίδιο και με το άλλο βιβλίο. Τζίφος... Άφησε τα βιβλία στο τραπέζι και αναστέναξε... Ιδέα του θα ήταν, μπορεί και να μην σήμαινε τίποτε...

Πίσω στην πραγματικότητα σκέφτηκε... Ίσως η κυρία Μπελ είχε δίκιο... Γιατί να μην πήγαινε στο πάρτυ να διασκεδάσει όπως και τα υπόλοιπα παιδιά;

Το βλέμμα του είχε χαζέψει, επάνω στο εξώφυλλο της Παλαιάς Διαθήκης. Όντως, είναι από τα βιβλία που όλοι έχουν στο σπίτι τους, μα σχεδόν κανείς δεν ζητάει να διαβάσει σε μια βιβλιοθήκη... Σίγουρα θα ήταν πολύ παλιές εκδόσεις... Το εξώφυλλο ήταν μαύρο, και σκληρό... Λίγη κόλλα φαινόταν στην επιφάνεια του... Το περιεργάστηκε για λίγο... Σαν να είχε κόλλα σε όλη την επιφάνεια...

Τότε, έπιασε στα χέρια του την Καινή Διαθήκη. Είχε υφασμάτινη επένδυση. Χαίδεψε το εξώφυλλα, τα άνοιξε και τα σύγκρινε... Και τότε διαπίστωσε, πως και τα δύο βιβλία ενώ φαινόντουσαν ίδια είχαν μια μικρή διαφορά. Το ένα ήταν ντυμένο με ύφασμα. Σαν κάποιος να είχε κολλήσει ένα κομμάτι πανί σε όλο το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο.

Ο Τομ περιεργάστηκε λίγο ακόμα την Καινή Διαθήκη, και έμεινε στο οπισθόφυλλο. Το άνοιξε και άγγιξε το δίπλωμα στην πίσω μεριά του υφάσματος. Το κούνησε ελαφρά, και είδε πως δεν ήταν και τόσο καλά κολλημένο.

Ο Τομ κοίταξε προς την κυρία Μπελ που ασχολούνταν με τα χαρτιά της. Να ρίσκαρε να ανοίξει το ύφασμα; Να κρυβόταν κάποιο μυστικό; Και αν δεν κρυβόταν; Θα χαλούσε το βιβλίο τσάμπα... Και όλοι ξέρουν πως με τα βιβλία της βιβλιοθήκης πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί...

Το περιεργάστηκε λίγο ακόμα, και είδε πως το ύφασμα είχε ελάχιστη κόλλα, που αν το σήκωνε με το δάχτυλό του, θα έβγαινε όλο. Φοβόταν όμως, μήπως ακουστεί... Και αν κρύβει κάτι; Η εφηβική του ορμή υπερίσχυσε, και πάιρνοντας μια βαθιά ανάσα, σήκωσε λίγο ακόμη το ύφασμα...

Και τότε, χωρίς καν να σηκώσει το υπόλοιπο ανακάλυψε κάτι... Ένα διπλωμένο χαρτάκι. Το έβγαλε καρδιοχτυπώντας, ενώ ταυτόχρονα έριχνε κλεφτές ματιές στην κυρία Μπελ.

Το χαρτάκι έγραφε:

Σε Σένα ήθελα να ορκιστώ, πιστευώ ακόμα στην
αιώνια Αγάπη και στο προσωπό Σου, στη δικαιοσύνη.
Ρόδα είναι και γυρίζει... Ο φόβος θέλω να φύγει
από εδώ, και να συνεχίσω σαν να μην ξέρω.Φοβάμαι.. 1008

Ο Τομ είχε ανατριχιάσει ολόκληρος. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε το χαρτάκι, μην μπορώντας να πιστέψει ότι βρήκε κάτι... Τι ήταν όμως αυτό; Τι μπορεί να σήμαινε; Πότε είχε γραφτεί και από ποιον; Να σήμαινει κάτι ή κάποιο παιδί ήθελε απλά να παίξει;

Δίπλωσε το χαρτάκι και κοιτώντας προσεκτικά μην τον δει η κυρία Μπελ, και το έβαλε στην τσέπη του.

Φοβάμαι..1008.

Αν ζήταγε το 1008 σε βιβλίο τότε η κυρία Μπελ μπορεί να άρχιζε τις ερωτήσεις. Δεν ήθελε να μπλέξει, ούτε και να της πει κάτι... Όμως πως θα μάθαινε τη συνέχεια του μηνύματος;

Πήγε τα βιβλία και τα άφησε επάνω στον πάγκο.

-Τέλος η εργασία.

-Πάλι καλά, απάντησε συνεχίζοντας να κοιτάζει τα χαρτιά της. Θα ήθελες κάτι άλλο ή θα πας στο πάρτυ;

-Δεν ξέρω... είπε ο Τομ αναστενάζοντας... Το μυαλό του έπιαρνε στροφές και εκατοντάδες ερωτήματα έκαναν την εμφάνιση τους.

Ο Τομ σκέφτηκε να πάει στο πάρτυ. Ίσως εάν ζητούσε από την Κριστίν να ψαρέψει τη μαμά της για τους κωδικούς των βιβλίων να μπορούσε να βρει μια άκρη... Θα μπορούσε να την εμπιστευτεί; Έπρεπε να το κάνει και αυτό ήταν η μόνη λύση.

-Θα πάω στο πάρτυ, είπε ο Τομ αποφασιστικά. Καλό βράδυ κυρία Μπελ.

-Καληνύχτα αγόρι μου. Κοίταξε να περάσετε καλά, και αν σχολάσω πριν γυρίσετε, να μου την φέρεις στο σπίτι!

-Φυσικά, μην ανησυχείτε... Καλή συνέχεια.

-----------------------------------------

Η Κριστίν είχε πιει πάρα πολύ. Ο Τομ τη βρήκε στην ίδια θέση με πριν, μόνο που τώρα ήταν ιδρωμένη, ξεμαλλιασμένη και χωρίς την κάπα της!

-Κριστίν, πάμε έξω, είπε σχεδόν επιτακτικά και της έσφιξε το μπράτσο.

-Άσε με , περνάω ουάου...

-Έλα προχώρα, είπε και σχεδόν την έσυρε έξω με το ζόρι.

Αφού προσπέρασαν το πλήθος που διασκέδαζε από τη μια, και τους ορκισμένους εχθρούς που είχαν στηθεί στην άλλη άκρη και φώναζαν πως η γιορτή είναι ντροπή για τη μνήμη της Άνν Μαρί μοιράζοντας φυλλάδια με τις φωτογραφίες της, ο Τομ κάθισε την Κριστίν σε ένα πεζούλι.

-Καλά, πόσο έχεις πιει; Είσαι σοβαρή;

-Τι θες μωρέ; Θυμήθηκες πως υπάρχω;

-Βρε Κριστιν, γιατί το έκανες αυτό; είπε αφού κάθισε δίπλα της, την αγκάλιασε σφιχτά και τη φίλησε στο μέτωπο.

-Γιατί ήμουν μόνη μου...

-Μα είχες τις φίλες σου.

-Δεν είναι φίλες μου...

-Γιατί; Τι έγινε;

-Τίποτε. Έτσι το είπα... Η Κριστίν κοίταξε το φυλλάδιο με τη φωτογραφία της Ανν Μαρί που της είχε δώσει μια κοπέλα.

-Να, έτσι θα καταντήσουμε μια ημέρα... Μια φωτογραφία σε ένα φυλλάδιο... Και τι θα έχουμε προλάβει να ζήσουμε; Άρχισε να κλαίει...

-Έχεις πιει και δεν ξέρεις τι λες... Δως το μου αυτό, είπε και της πήρε το φυλλάδιο από τα χέρια.

-Εγώ δεν θέλω άλλα βιβλία... Θέλω να ζήσω, να διασκεδάζω, να χορεύω... Φεύγω Τομ... Πάω στο πάρτυ... Πάω να πιω... Πάω να ζήσω.... Και να μην έρθεις να με βρεις...

Η Κριστίν έφυγε τρέχοντας και ο Τομ έμεινε μπουκάλα.

Τώρα τα εννοούσε αυτά που είπε; Με χώρισε; Ή απλά ήπιε πολύ; 

Ξεφύσηξε και έβγαλε από την τσέπη του όχι ένα, ούτε δύο, αλλά τρια σοκολατάκια... Τα έκανε όλα μια χούφτα με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο κρατούσε το φυλλάδιο με τη φωτογραφία της Ανν Μαρί. Την ώρα που πήγε να καταπιεί τα σοκολατάκια όμως κόντεψε να πνιγεί. Κάτω από τη φωτογραφία της Ανν Μαρί υπήρχε ένα νούμερο. 1008.

Ο Τομ γούρλωσε τα μάτια του, και πήρε το φυλλάδιο φέρνοντας το ακριβώς μπροστά στα μάτια του. 1008. Τι περίεργη σύμπτωση είναι αυτή;

Το φυλλάδιο είχε τη φωτογραφία της Ανν Μαρί και στο πίσω μέρος έγραφε : Στη μνήμη της αγαπημένης φίλης Ανν Μαρί. Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ. 

Και λίγο πιο κάτω :

ΝΤΡΟΠΗ! Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΗΜΕΡΑ ΠΕΝΘΟΥΣ ΟΧΙ ΓΙΟΡΤΗΣ.

Ξαναγύρισε στη φωτογραφία. 1008. Τι να σημαίνει αυτό;

Κοίταξε προς το μέρος όσων διαδήλωναν. Φώναζαν συνθήματα για την άτυχη κοπέλα. Ο Τομ πήρε το θάρρος, σηκώθηκε και πλησίασε προς το μέρος τους. Ήταν γύρω στα 20 άτομα, διάφορες ηλικίες, άνθρωποι αταίριαστοι μεταξύ τους. Ο Τομ αποφάσισε να να τους πιάσει την κουβέντα, για να μπορέσει να μάθει κάποιες πληροφορίες σχετικά με αυτό το νούμερο.

Πλησιάσε έναν νεαρό που μοίραζε τα φυλλάδια. Με τα χέρια στις τσέπες έκανε το πρώτο βήμα.

-Ντροπή...Αίσχος... Δε σέβονται τίποτα...

Ο νεαρός δεν μίλησε. Συνέχισε τη δουλειά του. Ο Τομ δεν το έβαλε κάτω.

-Απορώ, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν λίγη τσίπα επάνω τους;

Ο νεαρός τον κοίταξε βαριεστημένα.

-Φίλε, σε παρακαλώ μη με ζαλίζεις. Εγώ ήρθα εδώ απλά επειδή θέλω να πάρω το σκουτεράκι... Πέντε ώρες 100 δολλάρια... Ούτε που με νοιάζει τι κάνουν αυτοί εδώ!

-Μάλιστα... είπε ο Τομ χωρίς όμως να απογοητεύεται. Αλήθεια, ποιος θα σε πληρώσει;

-Δεν ξέρω...

-Τι εννοείς;

-Μια κυρία. Δεν την ξέρω προσωπικά. Αυτή το οργάνωσε όλο, όμως δεν την είδαμε ποτέ.

-Και εσύ την εμπιστέυεσαι; Και αν δε σε πληρώσει;

-Με έχει ήδη πληρώσει...

Ο Τομ συνέχισε. Ήθελε να μάθει... Σίγουρα υπήρχε κάποια σύνδεση.

-Και πως ακριβώς επικοινωνήσατε;

-Γιατί ρωτάς;

-Επειδή θέλω και εγώ σκουτεράκι φίλε... Πρώτη φορά που ο Τομ είπε κάποιο ψέμα χωρίς να κομπιάζει.

-Χαχα! Μπράβο φίλε! Από την αγγελία στον πίνακα ανακοινώσεων!

Ο πίνακας ανακοινώσεων... Ποτέ δεν τον είχε παρατηρήσει...

-Πάντως κρίμα για την κοπέλα ε;

-Ξέρω γω φίλε; Εγώ πρώτη φορά την είδα όταν πήγα να εκτυπώσω τη φωτγραφία για τα φυλλάδια.

Και να που από το πουθενά έπιασε λαυράκι.

-Αλήθεια, που τη βρήκες τη φωτογραφία;

-Στη βιβλιοθήκη.

-Πού;

Ο νεαρός τον κοίταξε περίεργα.

-Συγγνώμη που ρωτάω έτσι, απλά...ε..ταράζομαι όταν μου μιλάνε για αυτήν την ιστορία... Κρίμα, νέα κοπέλα...

-Ναι... Τέλος πάντων, να σου πω και εμενα δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα... Άσε που πιστεύω πως θα την κούνησε και αυτήν την ουρά της...

-Ναι... είπε ο Τομ αμήχανα... Για πες λοιπόν. Που βρήκες τη φωτογραφία;

-Στη βιβλιοθήκη. Έχει έναν ειδικό χώρο που φυλλάνε όλες τις σχολικές φωτογραφίες. Και τις ατομικές και τις ομαδικές.

Ο Τομ αναθάρρησε... Στη σχολική επετηρίδα. Αφού είχε πρόσβαση ο άγνωστος νεαρός, σίγουρα θα είχε και αυτός. Αποφάσισε να επιστρέψει στη βιβλιοθήκη.

-Σε αφήνω φίλε, είπε ο Τομ, αλλά ο άγνωστος νεαρός είχε εξαφανιστεί.

-----------------------------------------------------

-Τι έγινε Τομ; είπε η κυρία Μπελ.

Ο Τομ είχε λαχανιάσει από το τρέξιμο.

-Εεεε, τίποτα κυρία Μπελ. Είναι ανάγκη να δω κάποιες σχολικές φωτογραφίες. Που μπορώ να τις βρω;

-Πάρε πρώτα μια ανάσα...

-Είμαι εντάξει ευχαριστώ.

Η Μπελ τον κοίταξε καχύποπτα.

-Στα δεξιά του διαδρόμου είναι όλες οι φωτογραφίες, και τα άλμπουμ χρονολογικά.

Ο Τομ έγινε σίφουνας. Έπρεπε να εντοπίσει ένα άλμπουμ είκοσι χρόνων. Στο κάτω κάτω ράφι ήταν το περσινό άλμπουμ. Όποτε και άρχισε να ανεβαίνει προς το πάνω. Όσο πλησιάζε τόσο μεγαλύτερη η αγωνία του. Το βρήκε.

Σχολικό Άλμπουμ 1965, Λύκειο Μπέλμορ

Το άνοιξε με σχεδόν τρεμάμενα χέρια. Πέρασε τις τάξεις του γυμνασίου, κα έφτασε στην τάξη της Ανν Μαρί. Η ομαδική φωτογραφία με όλους τους μαθητές ήταν εκεί. Ο Τομ εντόπισε την Ανν Μαρί, που όντως φαινόταν φοβισμένη. Δεν έκανε καν κάποια προσπάθεια να χαμογελάσει. Κάτω από τη φωτογραφία υπήρχε ένα νούμερο. 1008. Και υπήρχε και στις ατομικές φωτογραφίες. Μα, ναι! Είναι η ημερομηνία, όπως την έγραφαν τότε. 8 Οκτωβρίου. Σχεδόν ένας μήνας πριν την αυτοκτονία της.

Ο Τομ άρχισε να ψάχνει και τις ατομικές φωτογραφίες. Βρήκε τη φωτογραφία της Ανν Μαρί. Από κάτω έγραφε απλώς το όνομα της, την ηλικία της, και τον μέσο όρο της. 19,8.

Κοίταξε λίγο και τις άλλες φωτογραφίες. Βρήκε και τη φωτογραφία της Σάρας Μπέλφαστ. Η κόρη του διευθυντή. Η άλλη κοπέλα που ομολόγησε. Γύρισε στην ομαδική φωτογραφία. Όμως τότε παρατήρησε κάτι. Η Σάρα έλειπε από την ομαδική φωτογραφία. Ξαναγύρισε γρήγορα στην ατομική. Φαινόταν διαφορετική... Την περιεργάστηκε... Σαν κάποιος να την είχε πειράξει.

Την έβγαλε διακριτικά, και τότε παρατήρησε κάτι, που δεν ήταν ορατό με γυμνό μάτι. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας, υπήρχε η ετικέτα από ένα φωτογραφείο. Ένα φωτογραφείο που βρίσκεται στην οδό Μπάρνυ. Και που άνοιξε μόλις πριν από δύο χρόνια...

Ο Τομ ανατρίχιασε... Κάτι περίεργο συνέβαινε εδώ... Κάποιος είχε αλλάξει τη φωτογραφία, με μια πρόσφατη. Όλα φαινόντουσαν πολύ θολά στο μυαλό του, σκόρπιες πληροφορίες που δεν έβγαζαν κανένα νόημα.

Κοίταξε από το τζάμι... Έξω ο κόσμος ακόμη χόρευε... Ακόμα και οι δημοσιογράφοι και οι ρεπόρτερ τα είχαν αφήσει όλα στην άκρη και έπιναν τα ποτά τους. Οι δημοσιογράφοι... Θυμήθηκε και πάλι τα λόγια του καθηγητή Ρόμπερτ.

Έγινε μεγάλος ντόρος. Δημοσιογράφοι, φωτογραφόι, ρεπορτάζ.

Ίσως έαν έψαχνε στις εφημερίδες της εποχής, να έβρισκε κάτι, κάποιο στοιχείο που θα τον καθοδηγούσε εκεί. Πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Αφού είχε βουήξει ο τόπος, τότε σίγουρα μέσα στις εφημερίδες θα κρυβόταν κάτι...

Πλησίασε την Μπελ. Έβγαλε ένα σοκολατάκι από την τσέπη του. Το μάσησε.

-Κυρία Μπελ, να ρωτήσω κάτι; Που βρίσκονται τα αρχεία των εφημερίδων;

Η Μπελ τον κοίταξε καλά καλά.

-Τομ, τι ακριβώς θέλεις; του είπε αυστηρά.

-Θέλω να δω κάτι σε μια εφημερίδα.

-Η πρόσβαση στα αρχεία των εφημερίδων δεν επιτρέπεται. Λυπάμαι.

Ο Τομ απογοήτευτηκε.

-Ναι, αλλά εάν γράφεις στη σχολική εφημερίδα,

-Λυπάμαι Τομ. Καλύτερα να πας στο πάρτυ.

-Σας παρακαλώ... Είναι πολύ σημαντικό...

-Ακόμα και αν είναι σημαντικό, είναι αδύνατον. Τα αρχεία, είναι ένα αχούρι. Δεν είναι ταξινομημένα, είναι ένα χάος εκέι κάτω. Ακόμη και αν είχες τον χρόνο για να τα δεις, δεν θα προλάβαινες. Σε μισή ώρα περίπου θα κλέισω.

Η Μπέλ του χαμογέλασε, έβγαλε τα γυαλά της, έτριψε τα μάτια της και ήπιε μια μεγάλη γουλιά νερό.

Ο Τομ εσκυψε το κεφάλι απογοητευμένος. Περιπλανήθηκε για λίγο ανάμεσα στον κόσμο. Αναζήτησε την Κριστίν, μα δεν τη βρήκε πουθενά. Κοντοστάθηκε, και έκατσε στο παγκάκι. Λίγο παραδίπλα στεκόντουσαν δύο εργαζόμενοι του Μπέλμορ Tv. Άθελα του, άκουσε τη συζήτηση.

-Πραγματικά δεν πίστευα πως τόσα χρόνια μετά θα βρισκόμουν εδώ.

-Να που έγινε Τζορτζ! Άντε στην υγεία μας! Τσούγκρισαν τα γυάλινα μπουκάλια μπύρας.

- Δεν ήθελα να πατήσω ξανά το πόδι μου εδώ από εκείνη τη νύχτα. Ακόμα θυμάμαι την κοπέλα. Είχε παραμορφωθεί από το πέσιμο. Και έπειτα, εκτός από τη φρίκη που έπαθα με την Ανν Μαρί, ήταν και το άλλο...

Ο Τομ έστησε κανονικά αυτί.

-Ναι, καταλαβαίνω... Ποιος να το περίμενε...

-Και όμως, εμένα δεν μου το βγάζεις από το μυαλό... Ο Κρίστοφερ δεν πέθανε τυχαία... Βρέθηκε νεκρός μια μέρα μετά το εξώφυλλο. Ήταν ο μόνος που είχε πρόσβαση στο αστυνομικό αρχείο... Πίστευε πως η κοπέλα δεν είχε αυτοκτονήσει...

Ο Τομ δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Έπρεπε να του μιλήσει... Έπρεπε να του πει...

Κάποιος απειλούσε την Ανν Μαρί... Τα απογέυματα που περνούσε στη βιβλιοθήκη άφηνε κωδικοποιημένα μηνύματα ζητώντας απελπισμένα βοήθεια... Κάποιος τα βρήκε πριν από αυτόν, και έσβησε τα ίχνη... Κάποιος που το έκανε πολύ πρόσφατα... Και τώρα αυτή η κουβέντα...

- Τζορτζ, πάω τουαλέτα. Και έρχομαι να πάμε για μοντάζ.

-Ναι Πιτερ, άντε να φεύγουμε σιγά σιγά...

Μόλις ο Τομ σιγουρεύτηκε πως ο Τζορτζ έμεινε μόνος, σηκώθηκε και τον πλησίασε αποφασιστικά.

-Καλησπέρα, και συγγνώμη για την ενόχληση. Άκουσα άθελα μου τη συζήτηση που είχατε με τον συνάδελφο σας, και ήθελα να σας πω κάποια γεγονότα που συνέβησαν.

Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, και σχεδόν χωρίς να πάρει ανάσα του εξιστόρησε όλα τα γεγονότα της βραδιάς. ΟΤζορτζ Μπράουν ήταν ο φωτογράφος που είχε κάνει το ρεπορτάζ εκείνη τη μοιράια βραδιά.

-Να κοιτάξτε, είπε και του έδωσε το διπλωμένο χαρτάκι που είχε στην τσέπη του. Το χαρτάκι που βρισκόταν μέσα στο βιβλίο.

Ο Τζορτζ έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

-Δεν μπορώ να το πιστέψω. Έχεις μπλέξει σε επικίνδυνα μονοπάτια μικρέ. Καλύτερα να επιστρέψεις στο πάρτυ.

-Μα δεν το βλέπετε; Κινδύνευε... Φοβόταν.. Και αν δεν αυτοκτόνησε; Αν...

-Τι αν, είπε αυστηρά ο φωτογράφος.

-Τα άκουσα ολα σας είπα... Αν ο συνάδελφος σας δεν πέθανε, αλλά κάποιος τον σκότωσε επειδή γνώριζε κάτι; Αν αυτός ο άνθρωπος ήταν ο ίδιος;

Η κουβέντα του Τομ ηταν χτύπημα στην καρδιά για τον φωτογράφο. Ο ξαφνικός χαμός του τότε συναδέλφου του τον είχε συντρίψει.

-Αυτό που θέλεις είναι επικίνδυνο...

-Ναι, αλλά είναι το δίκαιο... Να, το έγραψε και η Ανν Μαρί στο χαρτάκι, στο σημείωμα της...

Ο Τζορτζ έσκυψε το κεφάλι...

-Είμαι μεγάλος να μπλέξω ξανά σε περιπέτειες...

-Είναι αργά να αποκαταστήσετε την αλήθεια; Για τον φίλο σας... Για αυτήν την νεαρή κοπέλα... Ήταν στην ηλικία μου...

-Εντάξει μικρέ... Δε συμφωνώ, μα πρέπει να σου πω κάτι... Πλησίασε...

Ο Τομ πλησίασε τον ογκώδη Τζορτζ. Ο Τζορτζ του ψυθίρισε κοιτώντας τριγύρω μην τους δει κανείς.

- Είχα βρει και εγώ κάτι τότε... Με βασάνιζε για ημέρες... Μα, μετά το θάνατο του φίλου μου, δεν βρήκα τη δύναμη και το θάρρος να το παλέψω...

Ο Τομ είχε μείνει με το στόμα ανοικτό...

-Εκείνη τη νύχτα που ήρθαμε να καλύψουμε το ρεπορτάζ, ανεβήκαμε στην ταράτσα... Εκεί εβγαλα τις πρώτες φωτογραφίες. Έπειτα κατεβήκαμε, να φωτογραφήσουμε το πτώμα, ξέρω, είναι μακάβριο, αλλά κάποτε στα εξώφυλλα βγάζανε και τα πτώματα.

Όταν λοιπόν ανεβήκαμε ξανά, έβγαλα και πάλι φωτογραφίες. Πήγα στο στούντιο και τις έβαλα στο θάλαμο. Όταν εμφανίστηκε το φιλμ όμως παρατήρησα κάτι παράξενο... Στις πρώτες φωτογραφίες, δίπλα από το τζάμι, υπήρχε κάτι που μετά είχε εξαφανιστέι... Ως δια μαγείας...

-Τι ήταν αυτό; Ρώτησε ο Τομ με τα μάτια γουρλωμένα.

-Ένα ζευγάρι κόκκινα γάντια. Κάποιος τα είχε αφήσει εκεί, του είχαν πέσει, δεν ξέρω, όμως όσο εμείς ήμασταν κάτω και κάναμε το ρεπορτάζ κάποιος που είχε πρόσβαση, επέστρεψε και τα πήρε.

Ο Τομ προσπαθούσε να χωνέψει όλα αυτά που είχε ακούσει.

-Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Σάρα... Γιατί έχουν αλλάξει οι φωτογραφίες;

-Η κόρη του διευθυντή ε; είπε ο Τζορτζ χαμογελώντας και κοιτάζοντας το χαρτάκι που βρέθηκε μέσα στο βιβλίο.

-Ναι, ειπε ο Τομ.

Ο Τζορτζ άρχισε να γελάει. Ο Τομ τον κοίταξε παράξενα.

-Μικρέ, για διάβασε ξανά το γράμμα.

Ο Τομ το κοίταξε.

Σε Σένα ήθελα να ορκιστώ, πιστευώ ακόμα στην
αιώνια Αγάπη και στο προσωπό Σου, στη δικαιοσύνη.
Ρόδα είναι και γυρίζει... Ο φόβος θέλω να φύγει
από εδώ, και να συνεχίσω σαν να μην ξέρω.Φοβάμαι.. 1008


-Όχι έτσι... Κάθετα...

Ο Τομ ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Ήταν πιο ξεκάθαρο απόσο νόμιζε.

-Σάρα... είπε γουρλώνοντας τα μάτια.

-Πάμε γρήγορα στη βιβλιοθήκη, φώναξε ο Τζορτζ.

------------------------------------------------------------------------

Ανέβηκαν επάνω μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.

Η Μπελ διάβαζε ένα βιβλιο.

-Πάλι εδώ Τομ; 

-Συγγνώμη... Δεν είμαι μόνος... Προλαβαίνουμε; 

-Προλαβαίνουμε... Εντολή διευθυντή να κλείσουμε τη ώρα που θα τελειώσει το πάρτυ... Ο κύριος; ρώτησε εξετάζοντας τον Τζορτζ προσεκτικά.

-Φίλος μου. Ευχαριστούμε πολύ κυρία Μπελ... Δεν θα αργήουμε.

Ο Τομ άρπαξε τον Τζορτζ και έτρεξαν προς τα σχολικά άλμπουμ . Ο Τομ το άνοιξε γρήγορα στη σελίδα, και τότε ... Τότε είδε πως οι φωτρογραφίες δεν ήταν οι ίδιες με πριν... 

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

-Αλήθεια λέω... Μα εδώ, στην ομαδική έχει ένα άτομο παραπάνω...

- Η Σάρα Μπελφαστ, ψιθύρισε ο Τζορτζ.

-Και εδώ, εδώ στην ατομική ήταν αλλιώς... Το ορκίζομαι, με πιστεύεις; φώναξε ο Τομ.

-Ναι σε πιστέυω... Κάποιος το μετάνιωσε λοιπόν...

Ο Τομ κοίταξε τη φωτογραφία. Τώρα η Σάρα Μπέλφαστ, ήταν εκεί στην ομαδική φωτογραφία. Αλλά ακόμη και στην ατομική, δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με πριν. Άλλα μάτια, άλλα μαλλιά... Και λίγο γνώριμη η αίσθηση του προσώπου της...

-Ή έμαθε πως ψάχνουμε... Πάμε να βρούμε τα βιβλία; 

-Τζορτζ... Κοίτα εδώ... Η Σάρα Μπελφαστ, φοράει γάντια...Τι χρώμα λες να είναι;

-Απόσο μπορώ να κρίνω, σύμφωνα με την απόχρωση που βλέπω... 

-Κόκκινα... ψυθίρισε ο Τομ...

-Πάμε, φώναξε ο Τζορτζ.

Έτρεξαν στο διάδρομο με τα βιβλία νομικής. Το βιβλίο με το αστικό δίκαιο έλειπε ακόμη... Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

-Πάμε να ρωτήσουμε εάν υπάρχουν τα άλλα δυο βιβλία...

-Κάτι μου λέει πως θα λέιπουν...

Εκείνη την ώρα όμως, το τρέξιμο τους διακόπηκε. Τα φώτα της βιβλιοθήκης έπεσαν. Απόλυτο σκοτάδι. Η μουσική από το πάρτυ ακουγόταν, ανάκατη με γέλια και φωνές ανθρώπων που διασκέδαζαν...

-Κυρία Μπελ; φώναξε ο Τομ.

Καμία απάντηση. 

-Μικρέ... Μη μου σφίγγεις τόσο πολύ το χέρι... Μη φοβάσαι...

-Μα... κύριε Τζορτζ, εγώ δε...δε σας πιάνω! φώναξε ο Τομ.

Μια κρύα επιφάνεια ακούμπησε το χέρι του Τζορτζ...

-Τρέξε μικρέ... Τρέξε...

-Τζορτζ, τι συμβαίνει;

Αγκομαχητά, και μια πάλη στο σκοτάδι ηχούσαν στον χώρο της βιβλιοθήκης.

Ο Τομ προσπαθούσε να βρει την έξοδο, ενώ ταυτόχρονα καλούσε μάταια για βοήθεια... Άκουγε τον Τζορτζ να παλεύει με κάποιον... Ήθελε να τον βοηθήσει... Αλλά δεν ήξερε πως...

Κάποια στιγμή, αντιλήφθηκε πως βρισκόταν στον κεντρικό διάδρομο... Με τη βοήθεια του ένστικτού του κατάλαβε πως εαν συνεχίσει ευθεία θα βγει στην κεντρική πόρτα, και από εκεί στις σκάλες. Μπορεί να πέρασαν λίγα λεπτά όμως του φάνηκε αιώνας...

Τα κατάφερε... Έφτασε στην έξοδο της βιβλιοθήκης... Κατέβηκε κάτω... Είχε ιδρώσει... Ο κόσμος συνέχισε να διασκεδάζει... Φώναζε για βοήθεια, μα η φωνή του δεν έβγαινε... Κοιτούσε τριγύρω σαν χαμένος. Κάπου εκεί θα υπήρχε η αστυνομία. Σίγουρα το πάρτυ θα είχε αστυνομία. Καθώς έτρεχε, είδε την Κριστίν να κάθεται μόνη της σε ένα παγκάκι και να κλαίει...

-Κριστίν;

-Τομ;

-Τι έπαθες; είπαν με ένα στόμα και οι δύο σκουπίζοντας ο ένας τα δάκρυα του άλλου.

-Συγγνώμη... Είχα πιεί... Δεν ήξερα τι έλεγα... Έχεις δίκιο... Σε αγαπώ... Θα με συγχωρέσεις;

-Θα σε συγχωρέσω... Πρέπει να βρούμε την αστυνομία... Κάποιος κινδυνεύει στη βιβλιοθήκη... Κάτι έχει συμβεί... Δεν προλαβαίνω να σου εξηγήσω, πάμε, φώναξε σχεδόν ο Τομ τραβώντας την Κριστίν από την κάπα της.

-Μα τι λες Τομ; Η βιβλιοθήκη έχει κλέισει από τις 12...

-Όχι, ο διευθυντής έδωσε νέα εντολή...

-Μα η μαμά μου πέρασε από εδώ να με χαιρετήσει... Και έδωσε τα κλειδιά της βιβλιοθήκης στον διευθυντή...

-Πώς...πώς γίνεται αυτό; Είναι ένας άνθρωπος εκεί πάνω Κριστίν και κινδυνεύει... Κάποιος του επιτέθηκε... Είναι εκεί και παλεύουν στα σκοτάδια... Πάμε να βρούμε βοήθεια...

Η Κριστίν κοίταξε φοβισμένη... 

-Πάμε...

Άρχισαν να τρέχουν πιασμένοι από το χέρι μέσα στο προαύλιο. 

-Δε βρίσκω πουθενά την αστυνομία... είπε σχεδόν κλαίγοντας η Κριστίν.

- Ο καθηγητής Ρόμπερτ... Πρέπει να τον βρω...φώναξε ο Τομ. Αυτός θα καταλάβει...

-Στάσου, φώναξε η Κριστίν... Κάτι μπήκε στο παπούτσι μου... 

Ο Τομ πλησίασε την Κριστίν, που τώρα του φαινόταν περισσότερο ευάλωτη από κάθε άλλη φορά.

-Κράτα τα γάντια μου, να βγάλω τα παπούτσια μου, είπε και του έδωσε τα γάντια της.

Ο Τομ έπιασε τα γάντια της Κριστίν. Και τότε τα κοίταξε. Ένα ζευγάρι κόκκινα γάντια...

-Κριστίν; ρώτησε προσπαθώντας να φανεί ψύχραιμος, αλήθεια, ώραία στολή. Δε σου το είπα πριν... Από που την πήρες;

Η Κριστίν τίναζε το μποτάκι της σε ένα βραχάκι.

-Δεν την πήρα... Είναι vintage. Είναι της μητέρας μου. Τη φορούσε και αυτή στην ηλικία μου, και την είχε φυλάξει... Εξάλλου, και να ήθελα καινούρια, δεν είχαμε χρήματα όπως ξέρεις. Φόρεσε το μποτάκι της.

Ο Τομ σκάλωσε. Κάτι του έλεγε πως αυτή η ιστορία ήταν πιο πολύπλοκη απόσο νόμιζε.

-Πάντως εγώ στις δύο βρήκα τη μητέρα σου στη βιβλιοθήκη. Δεν είχε φύγει...

-Μήπως βλέπεις φαντάσματα; Σιγά μην είδες και την Ανν Μαρί, είπε γελώντας η Κριστίν.

-Δε με πιστεύεις; 

-Πολύ σοβάρεψες απότομα! 

-Κριστίν έχει συμβεί κάτι πολύ κακό.

Πριν ο Τομ ολοκληρώσει τη φράση του, δύο περιπολικά και ένα ασθενοφόρο σταμάτησαν έξω από τη βιβλιοθήκη.

Οι μαθητές και οι εξωσχολικοί που μέχρι πριν λίγο διασκέδαζα, είχαν κάνει ένα μεγάλο πηγαδάκι τριγύρω.

-Παρακαλω, κάντε πιο πίσω... φώναζαν οι αστυνομικοί.

Δυο φορεία έβγαλαν δύο άτομα...

-Είναι νεκροί... Και οι δύο...

Ακούγονταν διάφορα στο πλήθος. Ο Τομ κρατώντας την Κριστίν προσπαθούσε να φτάσει μπροστά, σπρώχνοντας το πλήθος .

-Ποιος είναι αυτός; 

-Είναι ένας πολύ μεγαλόσωμος άνδρας... 

-Δεν τον έχουμε ξαναδεί...

- Ο Τζορτζ, ψυθίρισε κλαίγοντας ο Τομ.. Ο ΤΖΟΡΤΖ... φώναξε...

Η φωνή του διακόπηκε από τα ουρλιαχτά των μαθητών...

-Κάντε πίσω παρακαλώ.... ΤΩΡΑ! φώναξε η αστυνομία...

-Ο καθηγητής Ρόμπερτ... είναι νεκρός...

Ο Τομ έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια του. Ο καθηγητής Ρόμπερτ... Τι στο καλό συμβάινει; 

Η Κριστίν είχε βρει την μητέρα της, και έκλαιγε στην αγκαλιά της. Η Μπελ... Πώς γίνεται να εμπλέκεται σε αυτήν την ιστορία; Σίγουρα έχει κάποια σχέση, αλλά τι; Κοίταξε τον Τομ και το χαμόγελό της, του πάγωσε το αίμα. Ακόμη και αν δεν ήταν του φαινόταν διαφορετική.

Γιατί άνοιξε ξανά την βιβλιοθήκη; Γιατί δεν τον άφησε να μπει στα αρχεία της εφημερίδας; Γιατί έλειπε το βιβλίο; Ήταν η μόνη που είχε πρόσβαση... Ο Τομ έπαιρνε όρκο, πως όλο το βράδυ δεν πήγε κανείς άλλος στη βιβλιοθήκη...Γιατί άλλαξε τις φωτογραφίες; Μήπως τον παρακολουθούσε; Μήπως είχε καταλάβει κάτι; Και ο καθηγητής Ρόμπερτ; Γιατί πάλευε με τον Τζορτζ; Σκοτώθηκε, όπως ο φίλος του ο δημοσιογράφος... Μήπως τώρα κινδύνευε και ο Τομ; Έπρεπε σε κάποιον να μιλήσει... Έπρεπε... Φοβόταν... Όπως και η Ανν Μαρί...

Και έπειτα είναι και το άλλο; Τα κόκκινα γάντια... Που έλειπαν μετά... Ποιος είχε πρόσβαση στον όροφο; Ποιος τα πήρε και γιατί; Αναπάντητα ερωτήματα κατέκλυσαν το κεφάλι του Τομ... Ένιωθε πως θα εκραγεί... Τα κόκκινα γάντια, σαν αυτά που φορούσε η Κριστίν... Τα γάντια της Μπελ... Που ήταν ίδια με αυτά που φορούσε η Σάρα...

Ο Τομ πλησίασε την Κριστίν. Χαμογέλασε στη μητέρα της.

-Τελικά δεν αλλάζει τίποτε... Η ιστορία κάνει κύκλους...Σωστά;

-Δυστυχώς έτσι είναι, είπε δακρυσμένη η Μπελ.

-Την ξέρεις και εσύ την ιστορία, σωστά Σάρα; είπε ο Τομ κοιτάζοντας την Μπελ.

Η Μπελ γέλασε. Γέλασε δυνατά. Η Κριστίν κοίταξε απόρρημενη.

-Σάρα; 

-Σάρα Μπελφαστ... Μπελ... Όχι και τόσο έξυπνο τελικά... είπε ο Τομ... 

-Μαμά τι λέει; ρώτησε απορρημένη η Κριστίν. 

Η Μπελ κοιτούσε τον Τομ κατάματα. Τον κοιτούσε με το ίδιο βλέμμα που είχε στη σχολική φωτογραφία. Ψυχρό και κενό. 

-Ξέρει τι λέει... 

-Κοίτα τι έκανες... φώναξε ο Τομ δέιχνοντας το ασθενοφόρο... Σκότωσες δύο ανθρώπους...Δύο ή τέσσερις; 

-Πέντε, αποκρίθηκε η Μπελ, σκύβοντας το κεφάλι. Πέντε...

-Μαμά, τι λέτε; 

-Πες μου τουλάχιστον γιατί... Πες μας... Κυρίες και κύριοι, την προσοχή σας παρακαλώ... Ο Τομ μπήκε στο χώρο της αστυνομίας, άρπαξε ένα μεγάφωνο και ξεκίνησε. Κυρίες και κύριοι, από εδώ η φίλη μας Σάρα Μπελφαστ, θέλει να μας πει κάποια πράγματα. Ξέρετε γιατί; Γιατί σκότωσε πέντε ανθρωπους. Πες μας Σάρα. Μην ντρέπεσαι.

Ένας αστυνομικός άρπαξε το μεγάφωνο από τον Τομ. Όμως ήταν αργά. Η Σάρα πλησίασε τον αστυνομικό και τέντωσε τα χέρια της. 

-Σκότωσα πέντε άτομα. 

-Μαμά, τι γίνεται; Φώναξε η Κριστίν. 

-Για σένα τα έκανα όλα, για σένα... απάντησε. Συγγνώμη...

Ο Τομ έτρεξε και αγκάλιασε την Κριστίν που ούρλιαζε. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί ξεπερνούσε τα 400 άτομα. Η Σάρα πήρα το μεγάφωνο.

Ονομάζομαι Σάρα Μπελφαστ. Όταν ήμουν 16 χρονών φοιτούσα σε αυτό εδώ το σχολείο. Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής. Αυτό μου έδινε αρκετά προνόμια. Και το ήξερα. Και το εκμεταλλευόμουν. Το 1965 ήρθε να διδάξει ένας νέος καθηγητής εδώ ο Τζέισον Μπαρκς. Όπως όλα τα κορίτσια, έτσι και εγώ τον είχα ερωτευτεί. Και εκείνος όμως το ίδιο. Είχαμε σχέση. Βγαίναμε κρυφά ραντεβού, κάναμε σχέδια. Ξέραμε πως δεν πρέπει, όμως δεν το ελέγχαμε. Μέχρι που έμεινα έγκυος. Έτρεξα να του το πω. Φοβήθηκα... Ο πατέρας μου ήταν αρκετά αυστηρός. Ήταν ικανός να μας διώξει και τους δυο. Θα ήταν σκάνδαλο για την εποχή... Είχαμε κάνει σχέδια... Θα πήγαινα σε κάποιον γιατρό... Θα το έριχνα... Μα τότε, αυτή η Ανν Μαρί εμφανίστηκε από του πουθενά. Τα άκουσε όλα. Την είδαμε... Ήξερε τα πάντα. Τη φοβήθηκα... Δεν ήθελα να μαθευτεί. Το ομολογώ, ξεκίνησα να την απειλώ. Δεν ξέρω εάν σκόπευε να πει κάτι, αλλά δεν θα το διακινδύνευα... Άρχισα να την παρακολουθώ στενά. Την είχα χτυπήσει. Μου είπε να το ξανασκεφτώ, και να μη ρίξω το μωρό ,πως είναι αμαρτία. Μου την έδινε... Ήθελα να την ξεφορτωθώ. Και τότε συνέλαβα το τέλειο σχέδιο... Θα θυσίαζα την αγάπη μου για τον Τζέισον. Θα τον κατηγορούσα για βιασμό. Μόνο έτσι θα γλίτωνα την τιμωρία από τον πατέρα μου. Σκέφτηκα να βάλω μπροστά την Ανν Μαρί. Όλα έγιναν στο πάρτυ, εκείνο το βράδυ, σαν σήμερα. Ανεβήκαμε στην ταράτσα. Πίσω από το μικρό παραθυράκι στο δώμα της ταράτσας που βλέπει κάτω, την απείλησα να γράψει το γράμμα. Με είπε τρελή. Της είπα πως αν δεν το κάνει θα της πετάξω μια πέτρα στο κεφάλι. Φοβήθηκε, και το έκανε. Όμως δεν με είχε ικανή για τη συνέχεια. Τη διέταξα να το βάλει στην τσέπη της. Της είπα να πέσει από το παράθυρο. Γέλασε... Έπρεπε να δράσω... Τότε απλά την έσπρωξα. Έτσι απλά. Ηταν πολύ εύκολο να το κάνω, το ομολογώ. Μα γυρνώντας την πλάτη, είδα τον καθηγητή Ρόμπερτ. Τα είχε δει όλα. Τον πήρα τρέχοντας να κατέβουμε τις σκάλες πριν έρθει η αστυνομία.Του είπα να μη μιλήσει, θα βρω τρόπο να σωπάσει.Είπαμε στον πατέρα μου μαζί με τον καθηγητή Ρόμπερτ πως ο Τσαρλς, εκτός από την Ανν Μαρί, είχε βιάσει και εμένα. Και πως έμεινα εγκυος. Και πως η έκτρωση κοστίζει κάτι παραπάνω. Έκτρωση δεν έκανα, έδωσα όμως τα λεφτα στον καθηγητή Ρόμπερτ, που από τότε έγινε συμμαχός μου. Και αυτή η συμμαχία μου κόστισε αδρά, αφού δεν έπαψε ποτέ να με απειλεί. Την επόμενη φύγαμε με τον πατέρα μου,και όταν στο δρόμο του τα εξήγησα όλα έπαθε ανακοπή. Τον σκότωσα και αυτόν. Ο Τσαρλς μπήκε φυλακή. Δε βρήκα ποτέ το θάρρος να του γράψω, να του εξηγήσω, αν του δείξω την κόρη του, Κριστίν. Μεγαλώσαμε τα πρώτα χρόνια σε ένα ίδρυμα για ανήλικες μητέρες, μα μετά έπρεπε να σταθώ μόνη μου στα πόδια μου. Έκανα διάφορες δουλειές από δω και από κει. Μέχρι που ο καθηγητής Ρομπερτ με βρήκε τυχαία, αρκετά χρόνια μετα ζητώντας μου να συναντηθούμε, προκειμένου να του δώσω κάποια χρήματα για να μην μιλήσει. Με βοήθησε να αλλάξω όνομα, και μου βρήκε δουλειά στη βιβλιοθήκη. Του έδινα το ένα τρίτο του μισθού μου. Μου είπε πως του χρωστούσα. Ένας δημοσιογράφος είχε στοιχεία. Έτσι μου είπε. Κανόνισε όμως τα στοιχεία αυτά να θαφτούν. Και αν είχε μιλήσει; Και αν ήξερε κάποιος άλλος; Φοβηθήκαμε. Αλλάξαμε τις φωτογραφίες της σχολικής επετηρίδας, για να μην κάνει κανείς τη σύνδεση. Μέχρι σήμερα. Όσο παρακολουθούσα την Ανν Μαρί ήξερα πως πήγαινε στη βιβλιοθήκη. Ήξερα πως έκρυβε σημειωματα, την είχα δει. Μα δεν ήξερα που ήταν. Κάποιος όμως έφτασε πολύ κοντά. Ειδοποιήσα τον καθηγητή Ρόμπερτ. Πανικοβλήθηκα. Ντράπηκα τόσο, που έπρεπε να το κάνω αυτό. Σκότωσα πέντε ανθρώπους, για να σώσω έναν όμως. Είναι έγκλημα αυτό; Ήταν παιδί μου. Ήταν άλλες εποχές... Μου αξίζει να τιμωρηθώ και θα το δεχτώ. Τουλάχιστον τώρα που έλαμψε η αλήθεια, θα μπορέιτε να είστε ήσυχοι... Το φάντασα της Ανν Μαρί θα σταματήσει πια να ψάχνει για εκδίκηση...   


*
*
*
*
*
*

Η ιστορία αυτή, γράφτηκε από εμένα, στα πλαίσια των #instastories, όπου έπειτα από 10 ερωτήματα στο instagram, φτιάχνω μια ιστορία με βάση τις πιο δημοφιλείς απαντήσεις! Όλα τα πρόσωπα και τα στοιχεία είναι φανταστικά, ενώ μου ανήκουν τα πνευματικά δικαιώματα. Ελπίζω να την απολαύσατε! It was just for fun! 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου