'' Βιολετί τουλίπες '' , από την Αλίσια Παρσεκιάν

Είχα μόλις γυρίσει σπίτι κρατώντας ένα μπουκέτο βιολετί τουλίπες που είχα αγοράσει για σένα. Δεν ήταν του Αγίου Βαλεντίνου,όχι. Ούτε είχες γενέθλια. Ούτε γιορτάζαμε την τρίτη επέτειο του γάμου μας. Ήταν μια απλή καθημερινή μέρα και εγώ ήθελα μονάχα να σου δείξω τον έρωτα και την αγάπη μου για σένα. Αυτά τα μικρολούλουδα όπως έλεγες και ας ήταν τ’ αγαπημένα σου ,τα πράγματα που σου αγόραζα και ας τ’ αποκαλούσες μικροπράγματα, ΟΛΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΗΤΑΝ ΜΙΚΡΑ, μα ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΗΤΑΝ ΖΩΤΙΚΑ, ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ, ΦΩΤΕΙΝΑ.






Σε βρήκα να διπλώνεις βιαστικά, το τελευταίο φόρεμα που είχε απομείνει στην ντουλάπα. Όλα τα συρτάρια ήταν άδεια από τα πράγματά σου και η βαλίτσα σου έτοιμη, τακτοποιημένη. Σ’ έβλεπα να σφυρίζεις αδιάκοπα και να εκτελείς κινήσεις σχεδόν μηχανικά. Δεν τόλμησα να σου μιλήσω. Μύριζα τις τουλίπες προσπαθώντας ν’ ανασάνω, μύριζα τα τελευταία φύλλα του έρωτα και της αγάπη μας . Δεν θ’ ανθίσουν πια, θα μαραθούν εξαιτίας
σου.

« Αχ καλέ μου, σ ’ευχαριστώ για τα λουλούδια, μικρά, ταπεινά, όπως πάντα! Φρόντισε να τα χαρείς, εγώ φεύγω… μια για πάντα. Συγγνώμη για το βιαστικό της υπόθεσης, αλλά
ασφυκτιούσα, πνιγόμουν, δεν άντεχα, δεν μπορούσα άλλο. Στο έδειχνα με χίλιους δύο τρόπους, αλλά εσύ δεν έβλεπες, μάλλον δεν ήθελες να δεις. Ζούσα σε μια γυάλα σαν το χρυσόψαρο και έψαχνα τρόπους να το σκάσω, να δραπετεύσω από εκεί μέσα, και ας έμενα
χωρίς νερό και ας κοίταζα το θάνατο κατάματα, εκείνο τον μαρτυρικό θάνατο από ασφυξία. Το προτιμούσα. Χίλιες φορές αυτό, από σένα. Από σένα που τάιζες άσκοπα τον έρωτα μας και όταν έσκασε ο έρμος, συνέχισες με την αγάπη μας. Τίποτα από τα δύο δεν είναι αιώνιο και άφθαρτο».

Δεν είχα κουράγιο να την βλέπω πια. Τέτοια ταπείνωση, δεν είχα ξαναζήσει ποτέ. Για όλα υπάρχει πρώτη φορά.

«Μια στιγμή, δύο λόγια να σου πω και φεύγεις. Θα σε πάω μέχρι την πόρτα. Ξέρεις κάτι; Δεν είναι έγκλημα ο έρωτας, ούτε απολογία η αγάπη. Δεν είμαι ένοχος για όσα ένιωσα για σένα, δεν είσαι εσύ που θα με δικάσεις, δεν θα απολογηθώ. Δεν ερωτεύτηκα υλικά ούτε τ’ αγάπησα με πάθος καθώς τα ειρωνευόμουν όπως έκανες εσύ, εγώ ερωτεύτηκα εσένα, ακριβώς έτσι όπως είσαι, όχι όπως μπορεί και να σε είχα πλάσει στο μυαλό, γιατί μερικές φορές ο έρωτας πλάθει, αγάπησα την ψυχή σου, την καρδιά σου, το σώμα σου, το χαμόγελό σου, το είναι σου, τα πάντα σου. Εσύ υπογράφεις την καταδίκη μου, φεύγοντας. Μόνη σου το αποφάσισες, μόνη σου υπογράφεις. Χωρίς καν με ρωτήσεις. Μ’ αδειάζεις και μην την είδατε. Και μένω εδώ, μονάχος, να ελπίζω σ ’εκείνο τον έρωτα, σ ’εκείνη την αγάπη που είχαμε, να μην αφήσω τις τουλίπες να μαραθούν, να τις ποτίζω με νερό, να τις βγάζω στον ήλιο, ενώ εγώ θα ζω μέσα στο σκοτάδι, αφήνοντας το κερί εκείνου του έρωτα, εκείνης της αγάπης, αναμμένο. Άλλοτε θα τρεμοπαίζει, μα εγώ θα προσέχω να μην σβήσει. Γιατί που ξέρεις; Μπορεί κάποτε να γυρίσεις. Εγώ θα είμαι εδώ. Αντίο αγάπη μου, σ ‘ευχαριστώ. Σ ’αγαπώ».

Από την Αλίσια Παρσεκιάν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου