Μια ημέρα σαν όλες τις άλλες;

Άνοιξε το παντζούρι με αργές κινήσεις. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου εισέβαλαν βίαια στο σκοτεινό δωμάτιο. Έκλεισε τα μάτια της απότομα και τράβηξε τις κουρτίνες. ''Δεν είναι τέτοια ημέρα η σημερινή'' σκέφτηκε καθώς βάδιζε αργά προς την κουζίνα. 

Έκατσε στην ξύλινη καρέκλα που της είχε φτιάξει ο πατέρας της. Κοίταξε το δωμάτιο.Ένιωσε ένα βάρος στην καρδιά της, ένα σφίξιμο. Αν ήταν άλλη μέρα τώρα θα έπινε έναν ζεστό αρωματικό καφέ φίλτρου καθώς θα ετοίμαζε χωρίς κανένα ενδιαφέρον το μεσημεριανό φαγητό. Αλλά όχι σήμερα. Δεν ήταν τέτοια μέρα...



Πήρε μια βαθιά ανάσα και έπιασε τον άσπρο φάκελο από τη φρουτιέρα. Τον άνοιξε με αγωνία, γρήγορα, τόσο γρήγορα, που παραλίγο να τον σκίσει. Τα δύο εισιτήρια ήταν εκεί. Ανακουφίστηκε. Κοίταξε την ώρα από το μεγάλο μαύρο ρολόι. ''Έφτασε η ώρα''.


Μια ημέρα σαν όλες τις άλλες; 



Πήγε στο δωμάτιο της και με βιαστικές κινήσεις που φανέρωναν άγχος και αγωνία ταυτόχρονα, ντύθηκε όπως όπως. Δίπλωσε το νυχτικό της και πήγε να το βάλει στη βαλίτσα. ''Πού να την ανοίγω τώρα'' σκέφτηκε και το έκανε κουβάρι, πετώντας το στο πάτωμα. 

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τον τελευταίο καιρό ένιωθε καλύτερα. Είχε σταματήσει να λέει ψέμματα, όχι στους γύρω, αλλά στον εαυτό της. ''Μπορείς. Θα το κάνεις. Ήρθε η ώρα. Μην κλάψεις. Είσαι δυνατή''. Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου και έβγαλε το γράμμα που έγραψε εχτές το βράδυ. Το διάβασε ψυθιριστά:



''Όταν θα έχεις γυρίσει από το επαγγελματικό σου ταξίδι εγώ δεν θα βρίσκομαι πια στο νησί. Μην με ψάξεις. Είναι μάταιο. Αντίο.''

Μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου θα έφευγε. Τύψεις δεν ένιωθε, αυτός ο γάμος ήταν από την αρχή καταδικασμένος. Από εκείνο το πρώτο βράδυ, που τη χτύπησε για πρώτη φορά. Από εκείνη τη βραδιά ,που γύρισε σπίτι μεθυσμένος. Από τότε κάθε ημέρα ήταν ίδια. Αλλά σήμερα όλα θα αλλάξουν. Είναι μια άλλη ημέρα. 

 Άφησε το γράμμα στο κρεβάτι. Πήρε στο ένα χέρι το φάκελο με τα εισιτήρια και στο άλλο τη βαλίτσα. Ξεκίνησε να κάνει το πρώτο βήμα. Ένας θόρυβος ακούστηκε στην εξώπορτα. Κλειδιά. Τρίξιμο. Βήματα βαριά. Μυρωδιά από ουίσκι και καπνό. Σάστισε. 

 -Αγάπη μου, γύρισα νωρίτερα. 

  Άρχισε να τρέμει.

 -Πού είναι η γυναίκα μου;-χικ!

 Έκρυψε τη βαλίτσα όπως όπως στην ντουλάπα.



 -Έχω τόσες μέρες να σε δω. Πού είσαι να χαρείς; 

Με γρήγορες και άτσαλες κινήσεις φόρεσε το κουρελιασμένο νυχτικό της πάνω από τα ρούχα.

 -Αγάπη μου; Πού είσαι; -χικ. Θέλεις να με νευριάσεις; 

 Έπιασε τον φάκελο με τα εισιτήρια. Τον έσκισε χίλια κομμάτια και τα πέταξε από το μπαλκόνι.

 -Στην κουζίνα είσαι; 

 Τα βήματα πλησίαζαν. Έκλεισε το παντζούρι. 

 -ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ; 

 Και τελικά έκλαψε. 

 -Εδώ μου είσαι! Σε βρήκα!

Έκλεισε την πόρτα του δωματίου με δύναμη. Και να που η σημερινή ημέρα, ήταν μια ακόμη ημέρα σαν όλες τις άλλες...

............................................


Άνοιξε το παντζούρι με αργές κινήσεις. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου εισέβαλαν βίαια στο σκοτεινό δωμάτιο. Έκλεισε τα μάτια της απότομα και τράβηξε τις κουρτίνες. ''Δεν είναι τέτοια ημέρα η σημερινή'' σκέφτηκε καθώς βάδιζε αργά προς την κουζίνα. 





Έκατσε στην ξύλινη καρέκλα που της είχε φτιάξει ο πατέρας της. Κοίταξε το δωμάτιο.Ένιωσε ένα βάρος στην καρδιά της, ένα σφίξιμο. Αν ήταν άλλη μέρα τώρα θα έπινε έναν ζεστό αρωματικό καφέ φίλτρου καθώς θα ετοίμαζε χωρίς κανένα ενδιαφέρον το μεσημεριανό φαγητό. Αλλά όχι σήμερα. Δεν ήταν τέτοια μέρα...



Πήρε μια βαθιά ανάσα και έπιασε τον άσπρο φάκελο από τη φρουτιέρα. Τον άνοιξε με αγωνία, γρήγορα, τόσο γρήγορα, που παραλίγο να τον σκίσει. Τα δύο εισιτήρια ήταν εκεί. Ανακουφίστηκε. Κοίταξε την ώρα από το μεγάλο μαύρο ρολόι. ''Έφτασε η ώρα''.



Πήγε στο δωμάτιο της και με βιαστικές κινήσεις που φανέρωναν άγχος και αγωνία ταυτόχρονα, ντύθηκε όπως όπως. Δίπλωσε το νυχτικό της και πήγε να το βάλει στη βαλίτσα. ''Πού να την ανοίγω τώρα'' σκέφτηκε και το έκανε κουβάρι, πετώντας το στο πάτωμα. 



Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τον τελευταίο καιρό ένιωθε καλύτερα. Είχε σταματήσει να λέει ψέμματα, όχι στους γύρω, αλλά στον εαυτό της. ''Μπορείς. Θα το κάνεις. Ήρθε η ώρα. Μην κλάψεις. Είσαι δυνατή''. Άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου και έβγαλε το γράμμα που έγραψε εχτές το βράδυ. Το διάβασε ψυθιριστά:



''Όταν θα έχεις γυρίσει από το επαγγελματικό σου ταξίδι εγώ δεν θα βρίσκομαι πια στο νησί. Μην με ψάξεις. Είναι μάταιο. Αντίο.''



Μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου θα έφευγε. Τύψεις δεν ένιωθε, αυτός ο γάμος ήταν από την αρχή καταδικασμένος. Από εκείνο το πρώτο βράδυ, που τη χτύπησε για πρώτη φορά. Από εκείνη τη βραδιά ,που γύρισε σπίτι μεθυσμένος. Από τότε κάθε ημέρα ήταν ίδια. Αλλά σήμερα όλα θα αλλάξουν. Είναι μια άλλη ημέρα. 



Άφησε το γράμμα στο κρεβάτι. Πήρε στο ένα χέρι το φάκελο με τα εισιτήρια και στο άλλο τη βαλίτσα. Ξεκίνησε να κάνει το πρώτο βήμα. Ένας θόρυβος ακούστηκε στην εξώπορτα. Κλειδιά. Τρίξιμο. Βήματα βαριά. Μυρωδιά από ουίσκι και καπνό. Σάστισε. 



-Αγάπη μου, γύρισα νωρίτερα. 


Εάν ήταν μια άλλη ημέρα μπορεί και να έτρεμε. Όμως σήμερα όχι.

-Πού είναι η γυναίκα μου; Χικ!

Έτρεξε γρήγορα στην πόρτα και όσο πιο αθόρυβα μπορούσε την κλείδωσε, χωρίς να παίρνει ανάσα.

-Έχω τόσες μέρες να σε δω! Πού είσαι να χαρείς;

Έπιασε τον φάκελο με τα εισιτήρια, τον δίπλωσε προσεκτικά και τον έκρυψε μέσα στο σουτιέν της. 

-Αγάπη μου; Πού είσαι; -χικ! Θέλεις να με νευριάσεις;

 Έπιασε την βαλίτσα και σαν τη γάτα σύρθηκε στο μπαλκόνι. 

 - Στην κουζίνα είσαι;
  
 Κοίταξε κάτω καρδιοχτυπώντας. Δεν ήταν πολύ ψηλά. Μπορούσε να το κάνει. Μα φοβόταν. 
  
 -ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;
    
Τώρα η ποτέ σκέφτηκε! Έπιασε τη βαλίτσα, μα ήταν βαριά. Η πόρτα άνοιξε.
   
 - Εδώ μου είσαι! Σε βρήκα!
    
Χωρίς να το σκεφτεί άλλο, κοίταξε τον μεθυσμένο άντρα της που με το ζόρι στεκόταν ορθιος, άφησε τη βαλίτσα στο μπαλκόνι, και αποφασιστικά πήδηξε κάτω. 
   
Δεν έπεσε με δύναμη, και δεν χτύπησε. Τα κατάφερε. Οι γείτονες κοίταζαν περίεργοι. Ξεσκόνισε τα ρούχα της, και επιβεβαίωσε πως έχει τα εισιτήρια. Χαμογελώντας φώναξε δυνατά:

 -ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ!
  
Και άρχισε να τρέχει για το λιμάνι...

4 σχόλια: